11/4/09

Ο Δεκέμβρης απ' τη σκοπιά του Γενάρη

κείμενο εφτά συγγραφέων
στο περιοδικό αλητεία
«Ο λόγος δε μπορεί να συλλάβει [τη γυμνή ζωή] ει μόνο στο σάστισμα και στην έκπληξη (οιονεί έκπληκτος, Schelling)».

Δεν είναι η έλλειψη δεδομένων περί των γεγονότων αυτή που οδήγησε σε παραστάσεις, κρίσεις και καταγραφές που πολύ απείχαν από όσα ζήσαμε, αλλά μάλλον η συντακτική αποδοχή του υπάρχοντος, το γνωστικό διαφέρον που επιβάλλει η θέση του δρώντος και του παρατηρητή, ο (εκσυγχρονισμένος πια) «από καθέδρας σοσιαλισμός», αυτό που οδήγησε στην άρνηση, την τυφλότητα ή τη συλλήβδην καταδίκη: παράδοξη αρχή για ένα κείμενο που θα μπορούσε να (κατα)κριθεί ως εμμένον στην παράθεση εικόνων, στον περιγραφισμό, στην («απλοϊκή») διατύπωση ερωτημάτων. Μια συγκροτημένη θεωρία περί του «τι πράγματι συνέβη» αργεί. Δε δικαιούμαστε να αναμένουμε έναν νεαρό Μαρξ να θέσει το πραγματικό ζήτημα τη στιγμή που ανακύπτει, ούτε όμως και δικαιούμαστε να αναμένουμε. Τα φαινόμενα δεν ταιριάζουν πια με τις κατηγορίες στις οποίες τα εντάξαμε ή με αυτές που κάποιοι εκτόξευσαν εναντίον τους. Εδώ προκύπτει ένα κενό. Αν δεν το γεμίσουμε με ερωτήματα, αν το καλύψουμε με πρόχειρες σανίδες και το προσπεράσουμε, κάθε στιγμή θα αναγκαζόμαστε να κατασκευάζουμε εξαιρέσεις σε έναν κανόνα που δεν ισχύει πια. Επιλέγουμε, λοιπόν, να καταθέσουμε «απλώς» μια αποσπασματική μαρτυρία περιστατικών αποσπασματικών πλην βιωμένων, υπενθυμίζοντας ότι κι αυτή είναι μια πολιτική στάση: το μόνο που μπορούμε να κάνουμε προς το παρόν.
Ένα συλλογικό υποκείμενο;
Αυτό που περισσότερο χρήζει επεξεργασίας είναι αυτό το διαρκώς κι από παντού επαναλαμβανόμενο «ένας σαν εμάς»: αφαιρώντας ένα-ένα τα στοιχεία που το απαρτίζουν θα καταλήξουμε εν τέλει να το επαναορίσουμε ως «κανένας». Κανένας – δηλαδή όλοι. Το «όλοι» είναι αυτό που μένει αν αφαιρέσουμε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες. Αυτό που μας απασχολεί είναι το «συνανήκειν» του σώματος των συμμετεχόντων, το συγκροτημένο (πλην διαφοροποιημένο) προϊόν μιας ενεργητικής αντιπαράθεσης με την «άλλη πλευρά» του «όλοι»: όσων, δηλαδή, ένιωσαν να απειλούνται, έμειναν σπίτι τους ή παρέλασαν αποκεντρωμένοι, με ή χωρίς τη θέλησή τους, φοβούμενοι, αδιάφοροι ή κάνοντας δεύτερες σκέψεις. Ένα πολυδιασπασμένο κι εξακτινωμένο κοινωνικό υποκείμενο που συναντήθηκε στους δρόμους για ολόκληρες εβδομάδες: μια μη αναμενόμενη συνάντηση. Μαθητές γυμνασίων και λυκείων, μετανάστες δεύτερης γενιάς, φοιτητές οργανωμένοι ή ανοργάνωτοι, επισφαλώς εργαζόμενοι, άνεργοι. Ένας αστερισμός υποκειμένων που δεν διατύπωσε ρητά- δηλαδή διαχειρίσιμα- πολιτικά αιτήματα, αλλά διαμόρφωσε πολιτικά προτάγματα και προκάλεσε κοινωνικά ρήγματα μη διαχειρίσιμα ούτε από το εσωτερικό του ούτε όμως κι από τους διαχειριστές της εξουσίας – κι αυτό ίσως είναι και το πιο κρίσιμο: η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να απαντήσει με οποιαδήποτε «εξαγορά», με οποιαδήποτε μορφή μέτρων εκτόνωσης παρά μόνο με τη βία των σωμάτων ασφαλείας. Υπό κριτική τέθηκε και η μαζικότητα όσων με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συμμετείχαν στην εξέγερση. Μέχρι ποιο σημείο οι αποκεντρωμένες αντιδράσεις ήταν αποτέλεσμα μιμητισμού των πρωτεργατών της μητρόπολης; Και πώς κατάφεραν να είναι ποσοτικά και ποιοτικά σε πολλές περιπτώσεις ανάλογες με τις αντίστοιχες ενέργειες που διέπρατταν οι «επαγγελματίες επαναστάτες – προβοκάτορες» των Αθηνών; Η δημογραφική έκρηξη των «300 γνωστών αγνώστων» που υπάρχουν ως στοχοποιημένος, αποκλειστικός φορέας της μη νόμιμης βίας ήδη από το Νοέμβρη του ’73 φαίνεται να μην εξηγείται με επάρκεια από αναγωγιστικές συλλογιστικές και εκδοχές συνενοχικής παραβατικότητας στιγμιαίου χαρακτήρα από συγγενείς, φίλους και άβουλους μαθητές θύματα προπαγάνδας των εν λόγω «ταραξιών».
Η βία, λοιπόν
Μεγάλο μέρος όσων ειπώθηκαν κινήθηκαν στη λογική της αναθεματιστικής απόρριψης των βίαιων πρακτικών της εξέγερσης με έναν λόγο καταγγελτικό ως προς τους «ταραξίες» και υπερασπιστικό ως προς τις συντεταγμένες δυνάμεις διατήρησης της τάξης. Φυσικά, υπήρχε και η σπανιότερη φωνή της a priori αποδοχής κάθε μορφής βίαιης αντίδρασης μπροστά στη φρικιαστική δολοφονία ως αφορμή και μπροστά σε ορισμένα βαθύτερα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα ως αίτια. Μπορεί όμως το ζήτημα της βίας του Δεκέμβρη να εξαντληθεί στο δίπολο καταδίκης – φετιχοποίησης της βίας; Είμαστε σίγουροι για το αν χρησιμοποιήθηκε η βία αποκλειστικά είτε τυφλά είτε ως μέσο για πολιτικούς σκοπούς; Μήπως μία τόσο απόλυτη διάκριση μας οδηγεί σε μία λανθασμένη ανακατασκευή του φαινομένου;Ας διακρίνουμε επιτέλους τη συμβολική βία των εξεγερμένων (υλικές καταστροφές σε συγκεκριμένους, συμβολικά φορτισμένους στόχους) από την πραγματική, νομιμοποιημένη βία που ασκεί το κράτος (που τρόπον τινά συμπυκνώνεται στο σύνθημα «εργατικά ατυχήματα και σφαίρες στο ψαχνό, τον πόλεμο τον ζούμε κάθε μέρα εδώ»…). Αυτό δεν συνεπάγεται τη νομιμοποίηση μιας άλλης διάκρισης αφενός σε ανώδυνες, συμβολικές πρακτικές και αφετέρου σε βίαιες, καταχρηστικές τερατουργίες. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε εθελοτυφλία, αφού η χρησιμοποίηση συμβολικής βίας εκ μέρους των φορέων δράσης της αποσκοπεί σε πραγματικά αποτελέσματα, όσο πραγματική είναι και η «αναίμακτη» βία εκ μέρους της πολιτείας που βιώναμε με ποικίλους τρόπους και πριν τα γεγονότα του Δεκέμβρη. Αλλά η τυφλή εμπιστοσύνη στην αυταξία της δημοκρατίας και η πίστη στη νομιμότητα δεν αρκεί για την επιστροφή στην κανονικότητα; Όσο οι κυριότεροι δημοκρατικοί θεσμοί παραμένουν στην εκφυλισμένη κατάστασή τους ως κενά σημαίνοντα, ανίκανοι να προσφέρουν ακόμα και την ψευδαίσθηση ατομικής και κοινωνικής ευδαιμονίας, θα υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που στο φαντασιακό των υποκειμένων τους θα γεννιόνται κάθε λογής εικόνες ανατροπής. Η άρνηση εδώ είναι διττή: αφορά τόσο την επιστροφή σε μία τέτοια (φύσει και θέσει βίαιη) κανονικότητα, όσο και την πίστη σε μία μεταφυσική της νομιμότητας και στην τυφλή εμπιστοσύνη στην «αυταξία» της δημοκρατίας που εκκρέει από αυτήν. Ωστόσο, η απάντηση στη μεταφυσική της νομιμότητας και σε μια πρακτικά τυφλή νομιμοφροσύνη δεν είναι η μεταφυσική της βίας. Αντίθετα, η κατανόηση του εμμενούς χαρακτήρας της αποκλείει προσπάθειες υπερβατολογικής θεώρησής της και έκπτωσής της σε αυτοσκοπό. Οι προσδοκίες, λοιπόνΚαι αν αυτό δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «κοινωνική εξέγερση» τότε τι; Γιατί δεν μπορεί να ερμηνεύονται οι βίαιες πράξεις μόνον ως η απέλπιδα και κραυγάζουσα ακυρωμένη φωνή μιας συλλογικότητας που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς παρά ως κοινωνική εξέγερση ακριβώς λόγω της πολυμορφίας της και του ετερόκλητου των τάσεων που την απαρτίζουν. Κι αν οι ατομικές προσδοκίες όσων συμμετείχαν, που αναμφίβολα ποικίλουν από την κατάλυση του κράτους μέχρι την απλή «επαναστατική εκτόνωση» ανάλογα με τις ιδεολογικές καταβολές και την πολιτική εκτίμηση του καθένα, δεν είναι εύκολο να συμπυκνωθούν σε ένα ενιαίο πολιτικό αίτημα, η ανάγκη μετουσίωσης της δυναμικής σε θετικά διατυπωμένες διεκδικήσεις εκφράστηκε από τους συμμετέχοντες. Ακόμα και ομάδες (όπως οι μετανάστες και οι μαθητές) που για πρώτη φορά συμμετείχαν τόσο μαζικά σε κινητοποιήσεις γενικότερου κοινωνικού χαρακτήρα, ενσωματώθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε μια λειτουργία τέτοιας τάξεως, δηλαδή του αιτήματος και του σκοπού και όχι της μάταιης έκρηξης υπό τη μορφή ενός απολιτικού acting out συσσωρευμένης οργής. Αυτό ήταν φανερό στις συλλογικές διαδικασίες των εξεγερμένων, κατά κανόνα σε πανεπιστημιακούς χώρους, όπου οι κάθε είδους αποφάσεις ήταν αποτέλεσμα πολιτικής ζύμωσης και συνδιαμόρφωσης, συναινετικού ή αμεσοδημοκρατικού χαρακτήρα. Παράγωγα αυτών των διαδικασιών ήταν και δεκάδες ευφάνταστες και μη βίαιες με την αυστηρή έννοια του όρου παρεμβάσεις, οι οποίες φυσικά δεν έγιναν ευρύτερα γνωστές αφού δεν προβλήθηκαν, ίσως και επειδή δεν διαθέτουν εμπορεύσιμα από τα ΜΜΕ χαρακτηριστικά σε αντίθεση με τη βία. Εξ ου και η ολιγόλεπτη διακοπή του ζωντανού προγράμματος της δημόσιας τηλεόρασης και η κατάληψη των γραφείων της ΕΣΗΕΑ, ενός χώρου που ενώ δεν προστατεύεται από το πανεπιστημιακό άσυλο, αποτέλεσε εφαλτήριο αντιπληροφόρησης εκ μέρους των εξεγερμένων σε πείσμα της μονόπλευρης και μεροληπτικής παρουσίασης των γεγονότων, κυρίως από πλευράς τηλεόρασης. Η επαναφορά της πολιτικής συζήτησης και η ανάδειξη της ανάγκης άρθρωσης πολιτικού αιτήματος σε μια ασθμαίνουσα και δυσλειτουργική δημοκρατία όπως η δική μας είναι ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Η ριζοσπαστικοποίηση απόψεων και πρακτικών με εξάπλωση σε τοπικό επίπεδο χαρακτήρισε τον τελευταίο μήνα του προηγούμενου χρόνου που είδε τη γενιά των 15ρηδων να βγαίνει στους δρόμους επιδεικνύοντας κοινωνικά και πολιτικά αντανακλαστικά, τα οποία δυστυχώς αποκαλύφτηκαν μόνο μετά την ανθρωποκτονία ενός συνομήλικού τους από αστυνομικό. Αν τα παραπάνω σας δίνουν την εντύπωση μιας καταγραφής των γεγονότων από την σκοπιά των συμμετεχόντων στην εξέγερση τότε σωστά έχετε καταλάβει και το κείμενο έχει πετύχει το σκοπό του που δεν είναι άλλος από το να γίνουν γνωστά γεγονότα και θέσεις που δεν ταυτίζονται με την προβαλλόμενη ως πραγματικότητα από τα media. Τώρα που η εξέγερση ως συγχρονικό φαινόμενο έχει ξεθυμάνει χάνοντας τη δυναμική των πρώτων δύο εβδομάδων, τώρα που η διάχυση της βίας υποχώρησε αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνης πίσω της και εμάς με την ελπίδα να αντικρίσουμε κάτι δημιουργικό όταν αυτό κατακάτσει, είναι καιρός να καταγραφούν τα γεγονότα ως τέτοια, να πλαισιωθούν και να ακτινογραφηθούν. Έτσι, ίσως να προκύψουν λιγότερο βεβιασμένες αναλύσεις για το βίαιο χαρακτήρα της εξέγερσης, λιγότερο αφοριστικές. Χωρίς την ενδεχόμενη έπαρση του εξεγερμένου και πολύ περισσότερο χωρίς την αυτόκλητα επικυρωμένη ηθικολογία που προσφέρει η ασφάλεια και η παραπληροφόρηση του καναπέ. Εν τέλει, ας λογιστεί το φαινόμενο της βίας του Δεκέμβρη όχι ως κάτι το ακατάληπτο και άφατο, ως το άλαλο Κακό, αλλά ως κάτι το πραγματικό που χρήζει εμβριθέστερης ανάλυσης και δύναται εκτός των άλλων να πηγάζει από ηθική στάση έχοντας στοιχεία πολιτικής ορθολογικότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου