Το τρένο της Ιστορίας τρέχει προς τον νέο Μεσαίωνα που τον ζούμε ήδη χωρίς και να μπορούμε, ακριβώς επειδή τον ζούμε και να τον φανταστούμε. Όλη η ανθρωπότητα έχει κόψει εισιτήριο γι’ αυτό το δρομολόγιο. Ο 19ος αιώνας έχει πεταχτεί στη χωματερή∙ ο Μουσολίνι έχει ανακαλύψει ότι ο 18ος αιώνας, ο αιώνας του Λόγου, υπήρξε ο βλακωδέστερος των αιώνων. Και τώρα, το γερμανικό υποκατάστατο του Μουσολίνι, με όλους τους αλαζονικούς αντιδιανοούμενους προφεσόρους του, έχει αναλάβει να συνεχίσει την εκτροχιασμένη πορεία του Ιταλού. Διότι κατά τον περασμένο αιώνα η ανθρωπότητα κάλυψε όλη την απόσταση από το «εμείς» στο «εγώ», ανακάλυψε ότι το κράτος αποτελεί ένα αναγκαίο κακό και άναψε τη δάδα των ατομικών δικαιωμάτων, η οποία τώρα κινδυνεύει να σβήσει μέσα σε μια πυκνή πνευματική καταχνιά. Σήμερα επικρατεί η βαθιά επιθυμία ν’ απαλλαγούμε από το βάρος του «εγώ» – γεννιόμαστε με μια στολή, ξεφορτωνόμαστε την ψυχή μας και υποτασσόμαστε στη μάζα. Η ανεκτικότητα αντικαθίσταται από τον φανατισμό, το χαμόγελο από την ψυχική ακαμψία.
Το άτομο σκοντάφτει πάνω σ’ έναν τοίχο και κάνει γκελ προς το παρελθόν.
Είτε πρόκειται για τον χιτλερισμό ή τον φασισμό, είτε πρόκειται για τους Heimehren ή τους Camelots du roi της Action Française, όλοι τους απεχθάνονται την πνευματική διαύγεια και τείνουν στον μυστικισμό και την αυτοειδωλοποίηση. Το νόημα της ζωής δεν είναι πλέον η ελευθερία του ατόμου αλλά η μαζικοποίηση του μέσα στη φυλή, στην τάξη και στο έθνος. Έτσι εμφανίζεται εκείνος ο τύπος ανθρώπου που του αρέσει να στρατολογείται, που βρίσκει απόλαυση στη μαζική πίστη. Απορρίπτει με περιφρόνηση τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού∙ γι’ αυτόν δεν υπήρξε ποτέ ο Βολταίρος. Μέσα από τη σύγχυση μιας ανθρωπότητας που δραπέτευσε από τον εαυτό της γεννήθηκε η σημερινή γενιά που δεν βλέπει καμιά χρησιμότητα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην ελευθερία της σκέψης και στην ανεκτικότητα∙ και ό,τι καλύτερο έχει με ηρωικές προσπάθειες κατακτηθεί ανά τους αιώνες εμφανίζεται στα μάτια αυτής της γενιάς αδιάφορο ή και βλαβερό. Επικρατούν διάφορα δόγματα – «πρέπει» τούτο, «πρέπει» τ’ άλλο – ώσπου φτάνουμε τελικά στο δόγμα ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται η σκέψη. Το κάθε τι έχει ήδη καθοριστεί, και όποιος προβάλλει μια άρνηση, μια αμφισβήτηση ή μια αντίθετη άποψη είναι αντάρτης και αιρετικός. Αυτή η στενότητα πνεύματος και η αμβλύνεια είναι τυπικά μεσαιωνικά γνωρίσματα και συγκριτικά – αντίθετα από την εσφαλμένη αντίληψη του Διαφωτισμού πάνω σ’ αυτό – ο Μεσαίωνας, παρά την αυστηρότητά του, παρά τον πεισματικά αποκλειστικό του χαρακτήρα, θα μπορούσε να ανακηρυχτεί ως ένας χαμένος παράδεισος. Και τα ίδια ισχύουν και στην οικονομία: παρατάμε τώρα τον κόσμο της οικονομίας σπάζοντας τους δεσμούς μεταξύ των λαών και ξαναζωντανεύουμε τις παρωχημένες συντεχνίες, λαχταρώντας ολοένα περισσότερο καταναγκασμό και υποταγή. Αποφεύγουμε την ευθύνη, θέλουμε να απαλλαγούμε απ’ αυτήν υιοθετώντας το σωτηριολογικό δόγμα που κατευθύνει και τακτοποιεί τα πάντα. Θα μας σώσει μήπως το τρίτο Ράιχ; Μα αυτό, αγαπητοί μου, υπήρξε ήδη για ένα μεγάλο διάστημα στο παρελθόν και ήταν μία από τις πιο μαύρες περιόδους της ιστορίας. Η ατομική πρωτοβουλία εξουδετερωμένη, η σκέψη αμαρτωλή, βέβηλη από κάθε άποψη. Η ανθρωπότητα ένα γκέτο ηλιθιότητας, μίσους και δεισιδαιμονίας. Θεόσταλτη ευκαιρία και παρηγοριά των καταπιεσμένων ήταν η δυνατότητα να καταπιέζουν κι αυτοί κάποιους άλλους. Καταμερισμός: άλλοι προορίζονταν να μαστιγώνουν και άλλοι να μαστιγώνονται. Μικρός και στενός ο κόσμος, επίφοβο το μακρινό.
Εκεί ακριβώς επιστρέφουμε και πάλι. Μόνο που τώρα βρισκόμαστε στο 1932 και ορμάμε να βουτήξουμε μέσα του με την ταχύτητα ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου. Χαρακτηριστικό αυτής της βουτιάς είναι ότι η μηχανή λειτουργεί αναπότρεπτα υπέρ της οπισθοδρόμησης. Διότι είμαστε ανήμποροι να κυριαρχήσουμε πάνω της, μας έχει ήδη νικήσει. Έτσι αναζητάμε προστασία σε συγκεντρώσεις βίας και επινοούμε για μας έναν νέο ρομαντισμό. Η τάξη ή η φυλή ανακηρύσσεται ως νέα αριστοκρατία. Μήπως δεν γελάει ο κόσμος με τους ματαιόδοξους Γάλλους που καμαρώνουν με αυταρέσκεια για τα κόκκινα κορδελάκια στις μπουτονιέρες τους; Μ’ αυτούς δηλαδή που αποδίδουν οι ίδιοι σ’ ολόκληρο το λαό τους την ανωτερότητα της νορδικής αριστοκρατίας; Πόσα πρέπει να θυσιαστούν γι αυτά τα μπιχλιμπίδια: η ελευθερία, η καλοσύνη, η ειρήνη, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια – όλα αυτά για τα οποία είχαν παλέψει και υποφέρει οι καλύτεροι ανάμεσα μας. και αντ’ αυτών δικαιώνεται, έστω και εκ καθήκοντος, η αλαζονεία των μαζών. Το παλαιό κράτος δεν μπόρεσε να δαμάσει την ξέφρενη μηχανή. Το νέο κράτος, που στην πραγματικότητα είναι ακόμα πιο παλιό, είναι εξίσου ανίκανο να το κάνει: μπορεί όμως να μας αποζημιώσει οδηγώντας μας σε ένα σκοτάδι όπου η δυστυχία είναι απείρως πιο εξαπλωμένη και κατά συνέπεια μη ορατή πλέον.
Το εγώ εξαφανίζεται.
Το άτομο υπολογίζεται μόνο ως τμήμα του συνόλου. Γίνεται όργανο μιας ελεγχόμενης ομάδας, και σοβιετικοί, φασίστες, ναζιστές και «Ιππότες του Βασιλέως» έχουν το θράσος να καθορίζουν για λογαριασμό του το νόημα της ύπαρξης του. Το ίδιο το άτομο δεν έχει το δικαίωμα να προσδιορίσει τα όρια του, να ορίζει την ευτυχία του. Επιστρέφει στην ανωριμότητα αφήνοντας άλλους να πράττουν για λογαριασμό του και η μόνη υποχρέωση που έχει είναι ν’ αφήνει σε άλλους την επιλογή της μοίρας του. Αυτή η σύνθλιψη της προσωπικότητας είναι δυνατή μόνο με τα μηχανικά εργαλεία αφομοίωσης: εφημερίδες, κινηματογράφος και ραδιόφωνο εκπαιδεύουν τον κόσμο και διαβρώνουν το διαφορετικό, ενδυναμώνουν και προωθούν την καλλιέργεια της μαζικής ψυχής. Το παράδοξο είναι ότι μια όσο ποτέ άλλοτε ομοιόμορφη ανθρωπότητα σχίζεται από βαθύτατες ρωγμές και οχυρώνεται πίσω από αόρατες μαγικές γραμμές: τα σύνορα. Ο κάθε άνθρωπος αποτελεί όλο και περισσότερο ένα απλό κομμάτι και όχι πλέον ένα όλον, κι έτσι όλο και πιο λίγο χρειάζεται την ανοχή, τον σεβασμό και την προσωπική αξιοπρέπεια. Και γιατί άλλωστε θα τα χρειαζόνταν αφού ουσιαστικά κι ο ίδιος μόνο φαινομενικά υπάρχει; Τα πάντα έχουν μετατοπιστεί στο πεδίο του φετίχ, της τάξης, της φυλής, του κόμματος και του κράτους. Είτε ακούμε ετυμηγορίες ενός δικαστηρίου στη Λειψία που μας φέρνουν στο νου σύγχρονο κυνήγι μαγισσών, είτε ακούμε τον πρίγκιπα της Ουαλίας να συμβουλεύει τον λαό του ν’ αγοράζει μόνο αγγλικά προϊόντα είναι το ίδιο: Μεσαίωνας. Όλες οι καστρόπορτες έχουν κλείσει, όλες οι γέφυρες έχουν σηκωθεί κι έξω απ’ τα τείχη της πολιτείας ο εχθρός παραμονεύει τη λεία του. Κι όλοι έχουνε γίνει εχθροί ολωνών. Εχθρός δεν είναι μονάχα ο ξένος πολίτης αλλά και οι στοίβες ρουχισμού, οι σωροί του άνθρακα, τ’ αποθέματα σιταριού – όλο το έχει του άλλου είναι ο εχθρός […]
Μεσαίωνας 1932 – ένας Μεσαίωνας που θέλει να πιστέψει αλλά που πραγματικά δεν το μπορεί πια. Αν και αναγκαστικά σε μια κατάσταση ενότητας, μέρα με τη μέρα διχάζεται περισσότερο. Πρόκειται απλώς για ένα επεισόδιο; Ακόμα κι αν ήταν έτσι, θα μπορούσε να καταστρέψει σε μια μέρα περισσότερα απ’ όσα έχουν φτιάξει ευφυέστεροι αιώνες. Ο αέρας μυρίζει βλακεία και άνοια. Καιρός να διαβάσουμε Βολταίρο – κι ακόμα περισσότερο καιρός να ξαναρθεί ένας Βολταίρος.
Το άτομο σκοντάφτει πάνω σ’ έναν τοίχο και κάνει γκελ προς το παρελθόν.
Είτε πρόκειται για τον χιτλερισμό ή τον φασισμό, είτε πρόκειται για τους Heimehren ή τους Camelots du roi της Action Française, όλοι τους απεχθάνονται την πνευματική διαύγεια και τείνουν στον μυστικισμό και την αυτοειδωλοποίηση. Το νόημα της ζωής δεν είναι πλέον η ελευθερία του ατόμου αλλά η μαζικοποίηση του μέσα στη φυλή, στην τάξη και στο έθνος. Έτσι εμφανίζεται εκείνος ο τύπος ανθρώπου που του αρέσει να στρατολογείται, που βρίσκει απόλαυση στη μαζική πίστη. Απορρίπτει με περιφρόνηση τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού∙ γι’ αυτόν δεν υπήρξε ποτέ ο Βολταίρος. Μέσα από τη σύγχυση μιας ανθρωπότητας που δραπέτευσε από τον εαυτό της γεννήθηκε η σημερινή γενιά που δεν βλέπει καμιά χρησιμότητα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην ελευθερία της σκέψης και στην ανεκτικότητα∙ και ό,τι καλύτερο έχει με ηρωικές προσπάθειες κατακτηθεί ανά τους αιώνες εμφανίζεται στα μάτια αυτής της γενιάς αδιάφορο ή και βλαβερό. Επικρατούν διάφορα δόγματα – «πρέπει» τούτο, «πρέπει» τ’ άλλο – ώσπου φτάνουμε τελικά στο δόγμα ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται η σκέψη. Το κάθε τι έχει ήδη καθοριστεί, και όποιος προβάλλει μια άρνηση, μια αμφισβήτηση ή μια αντίθετη άποψη είναι αντάρτης και αιρετικός. Αυτή η στενότητα πνεύματος και η αμβλύνεια είναι τυπικά μεσαιωνικά γνωρίσματα και συγκριτικά – αντίθετα από την εσφαλμένη αντίληψη του Διαφωτισμού πάνω σ’ αυτό – ο Μεσαίωνας, παρά την αυστηρότητά του, παρά τον πεισματικά αποκλειστικό του χαρακτήρα, θα μπορούσε να ανακηρυχτεί ως ένας χαμένος παράδεισος. Και τα ίδια ισχύουν και στην οικονομία: παρατάμε τώρα τον κόσμο της οικονομίας σπάζοντας τους δεσμούς μεταξύ των λαών και ξαναζωντανεύουμε τις παρωχημένες συντεχνίες, λαχταρώντας ολοένα περισσότερο καταναγκασμό και υποταγή. Αποφεύγουμε την ευθύνη, θέλουμε να απαλλαγούμε απ’ αυτήν υιοθετώντας το σωτηριολογικό δόγμα που κατευθύνει και τακτοποιεί τα πάντα. Θα μας σώσει μήπως το τρίτο Ράιχ; Μα αυτό, αγαπητοί μου, υπήρξε ήδη για ένα μεγάλο διάστημα στο παρελθόν και ήταν μία από τις πιο μαύρες περιόδους της ιστορίας. Η ατομική πρωτοβουλία εξουδετερωμένη, η σκέψη αμαρτωλή, βέβηλη από κάθε άποψη. Η ανθρωπότητα ένα γκέτο ηλιθιότητας, μίσους και δεισιδαιμονίας. Θεόσταλτη ευκαιρία και παρηγοριά των καταπιεσμένων ήταν η δυνατότητα να καταπιέζουν κι αυτοί κάποιους άλλους. Καταμερισμός: άλλοι προορίζονταν να μαστιγώνουν και άλλοι να μαστιγώνονται. Μικρός και στενός ο κόσμος, επίφοβο το μακρινό.
Εκεί ακριβώς επιστρέφουμε και πάλι. Μόνο που τώρα βρισκόμαστε στο 1932 και ορμάμε να βουτήξουμε μέσα του με την ταχύτητα ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου. Χαρακτηριστικό αυτής της βουτιάς είναι ότι η μηχανή λειτουργεί αναπότρεπτα υπέρ της οπισθοδρόμησης. Διότι είμαστε ανήμποροι να κυριαρχήσουμε πάνω της, μας έχει ήδη νικήσει. Έτσι αναζητάμε προστασία σε συγκεντρώσεις βίας και επινοούμε για μας έναν νέο ρομαντισμό. Η τάξη ή η φυλή ανακηρύσσεται ως νέα αριστοκρατία. Μήπως δεν γελάει ο κόσμος με τους ματαιόδοξους Γάλλους που καμαρώνουν με αυταρέσκεια για τα κόκκινα κορδελάκια στις μπουτονιέρες τους; Μ’ αυτούς δηλαδή που αποδίδουν οι ίδιοι σ’ ολόκληρο το λαό τους την ανωτερότητα της νορδικής αριστοκρατίας; Πόσα πρέπει να θυσιαστούν γι αυτά τα μπιχλιμπίδια: η ελευθερία, η καλοσύνη, η ειρήνη, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια – όλα αυτά για τα οποία είχαν παλέψει και υποφέρει οι καλύτεροι ανάμεσα μας. και αντ’ αυτών δικαιώνεται, έστω και εκ καθήκοντος, η αλαζονεία των μαζών. Το παλαιό κράτος δεν μπόρεσε να δαμάσει την ξέφρενη μηχανή. Το νέο κράτος, που στην πραγματικότητα είναι ακόμα πιο παλιό, είναι εξίσου ανίκανο να το κάνει: μπορεί όμως να μας αποζημιώσει οδηγώντας μας σε ένα σκοτάδι όπου η δυστυχία είναι απείρως πιο εξαπλωμένη και κατά συνέπεια μη ορατή πλέον.
Το εγώ εξαφανίζεται.
Το άτομο υπολογίζεται μόνο ως τμήμα του συνόλου. Γίνεται όργανο μιας ελεγχόμενης ομάδας, και σοβιετικοί, φασίστες, ναζιστές και «Ιππότες του Βασιλέως» έχουν το θράσος να καθορίζουν για λογαριασμό του το νόημα της ύπαρξης του. Το ίδιο το άτομο δεν έχει το δικαίωμα να προσδιορίσει τα όρια του, να ορίζει την ευτυχία του. Επιστρέφει στην ανωριμότητα αφήνοντας άλλους να πράττουν για λογαριασμό του και η μόνη υποχρέωση που έχει είναι ν’ αφήνει σε άλλους την επιλογή της μοίρας του. Αυτή η σύνθλιψη της προσωπικότητας είναι δυνατή μόνο με τα μηχανικά εργαλεία αφομοίωσης: εφημερίδες, κινηματογράφος και ραδιόφωνο εκπαιδεύουν τον κόσμο και διαβρώνουν το διαφορετικό, ενδυναμώνουν και προωθούν την καλλιέργεια της μαζικής ψυχής. Το παράδοξο είναι ότι μια όσο ποτέ άλλοτε ομοιόμορφη ανθρωπότητα σχίζεται από βαθύτατες ρωγμές και οχυρώνεται πίσω από αόρατες μαγικές γραμμές: τα σύνορα. Ο κάθε άνθρωπος αποτελεί όλο και περισσότερο ένα απλό κομμάτι και όχι πλέον ένα όλον, κι έτσι όλο και πιο λίγο χρειάζεται την ανοχή, τον σεβασμό και την προσωπική αξιοπρέπεια. Και γιατί άλλωστε θα τα χρειαζόνταν αφού ουσιαστικά κι ο ίδιος μόνο φαινομενικά υπάρχει; Τα πάντα έχουν μετατοπιστεί στο πεδίο του φετίχ, της τάξης, της φυλής, του κόμματος και του κράτους. Είτε ακούμε ετυμηγορίες ενός δικαστηρίου στη Λειψία που μας φέρνουν στο νου σύγχρονο κυνήγι μαγισσών, είτε ακούμε τον πρίγκιπα της Ουαλίας να συμβουλεύει τον λαό του ν’ αγοράζει μόνο αγγλικά προϊόντα είναι το ίδιο: Μεσαίωνας. Όλες οι καστρόπορτες έχουν κλείσει, όλες οι γέφυρες έχουν σηκωθεί κι έξω απ’ τα τείχη της πολιτείας ο εχθρός παραμονεύει τη λεία του. Κι όλοι έχουνε γίνει εχθροί ολωνών. Εχθρός δεν είναι μονάχα ο ξένος πολίτης αλλά και οι στοίβες ρουχισμού, οι σωροί του άνθρακα, τ’ αποθέματα σιταριού – όλο το έχει του άλλου είναι ο εχθρός […]
Μεσαίωνας 1932 – ένας Μεσαίωνας που θέλει να πιστέψει αλλά που πραγματικά δεν το μπορεί πια. Αν και αναγκαστικά σε μια κατάσταση ενότητας, μέρα με τη μέρα διχάζεται περισσότερο. Πρόκειται απλώς για ένα επεισόδιο; Ακόμα κι αν ήταν έτσι, θα μπορούσε να καταστρέψει σε μια μέρα περισσότερα απ’ όσα έχουν φτιάξει ευφυέστεροι αιώνες. Ο αέρας μυρίζει βλακεία και άνοια. Καιρός να διαβάσουμε Βολταίρο – κι ακόμα περισσότερο καιρός να ξαναρθεί ένας Βολταίρος.