14/12/08

moudiazmeni anagnosi

den exw sxolia. oute einai h prwth fora pou me ksafniazoun disaresta "palioi daskaloi". gia oti simvainei de ftaiei mono h nea dhmokratia alla olokliri h dimokratia mas. Aitia den einai mono o fonos alla olokliro to sistima poy antimetopizei ton anthrwpo sa mixani. m ayth thn dhmokratia, pou ypakouei tyfla tous mixanismous ths frikis, prepei epitelous na ksemperdevoume. afinw thn idia tin anagnosi na sas didaksei to pws h ypokrisia ekthetei:




Oύτε δικτατορία ούτε αναρχία — Δημοκρατία! [;;;;;;]



Οι καθηγητές ΑΕΙ Βασιλική Γεωργιάδου, Νίκος Δεμερτζής, Περσεφόνη Ζέρη, Ηλίας Κατσούλης, Θωμάς Κονιαβίτης, Θάνος Λίποβατς, Παντελής Μπασάκος υπογράφουν την παρακάτω ανοιχτή επιστολή:

Ο θλιβερός φόνος του 15χρονου μαθητή από έναν παρανομούντα «ειδικό φρουρό», ο οποίος πρέπει να τιμωρηθεί με όλη την αυστηρότητα που προβλέπουν οι νόμοι, έγινε η πιστολιά που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Η κακοδιαχείριση, οι ιδεολογικές αυταπάτες, οι αμέλειες της μεταπολίτευσης συμπυκνώθηκαν σ’ ένα τερατώδες πραγματικό Συμβάν καταστροφής και αδιέξοδου. Δυναμικές μειοψηφίες βιαιοπραγούντων αναρχικών χρόνια τώρα καταλαμβάνουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, λεηλατούν μαγαζιά και τράπεζες και καταστρέφουν την ιδιοκτησία των πολιτών. Δρουν μέχρι σήμερα με την ανοχή «τρομαγμένων» κυβερνήσεων και με το «χάιδεμα» ορισμένων πολιτικών κομμάτων, διανοούμενων και μέσων μαζικής ενημέρωσης. Τώρα κατάφεραν να μεταδώσουν έναν μηδενιστικό Λόγο σε μια νεολαία απογοητευμένη και ανερμάτιστη, που κατέχεται από άγχος εμπρός σ’ ένα αβέβαιο μέλλον, καθώς και σ’ ένα ακαδημαϊκό προλεταριάτο, που απελπισμένο τείνει σε ακραίες, μανιχαϊκές ιδεολογίες. Η Ελλάδα είναι ο «ασθενής κρίκος» της Ευρωπαϊκής Ενωσης και παραπαίει εμπρός στην ακυβερνησία, στην ιδιοτέλεια, στην αβουλία, και στη μετριότητα όλων των κομμάτων. Η Δημοκρατία, για να επιβιώσει, πρέπει να βρει εκ νέου τον εαυτό της, δείχνοντας μηδενική ανοχή σε κάθε τρομοκρατία, σε κάθε πράξη ακραίας αναρχικής ή αστυνομικής βίας. Οι κάθε είδους αναρχικοί είναι οι απόστολοι του μηδενισμού, του φθόνου και της μνησικακίας και καταστρέφουν τις αξίες του πολιτισμού. Ζούμε μια στιγμή του κενού, στου οποίου τη δημιουργία έχουν συμβάλει μια ανεύθυνη πολιτική ηγεσία και μια υπνώτουσα κοινωνία πολιτών.

Αυτό που λείπει είναι η ανάγκη να υπάρξουν δημοκρατικοί άνθρωποι και δημοκρατικοί θεσμοί με κύρος, που να μπορέσουν να εμπνεύσουν με λόγια και με έργα εμπιστοσύνη στους πολίτες και στη νεολαία. Μόνον ένα δημοκρατικό κράτος μπορεί να βοηθήσει τους πολίτες να καταλάβουν, ότι η εγχώρια και η διεθνής οικονομική κρίση, απαιτούν από όλους θυσίες, κατανεμημένες με δίκαιο τρόπο. Η πολιτική τάξη στην Ελλάδα θα πρέπει να πάψει να προκαλεί, τα πολιτικά κόμματα να μάθουν στις δύσκολες καταστάσεις όπως η τωρινή, να συγκλίνουν και να ομονοούν, ενώ η πνευματική ηγεσία του τόπου, της εκκλησιαστικής συμπεριλαμβανομένης, ν’ αντιληφθούν ότι φέρουν ευθύνες και μάλιστα μεγάλες.

Η χώρα έχει σήμερα μια καταχρεωμένη, παρασιτική οικονομία, μία ανορθολογική τερατώδη κρατική γραφειοκρατία, σε μεγάλο βαθμό αναξιόπιστους θεσμούς, έναν πληθυσμό που έχει συνηθίσει να ζει πέραν από τις δυνατότητές του, τα περιμένει όλα από έναν πελατειακό κρατισμό, και χαρακτηρίζεται από εθνική εσωστρέφεια και ξενοφοβία. Παραπέρα, η παιδεία κλυδωνίζεται και παραπαίει σε όλες τις βαθμίδες, ενώ συνήθως οι νέοι δεν μαθαίνουν ούτε από τους γονείς ούτε από τους δασκάλους, πού είναι τα όρια των ατομικών επιθυμιών και ποιοι είναι οι κανόνες της κοινωνικής και της οικολογικής συμπεριφοράς. Ετσι θεωρούν ότι «τα πάντα είναι επιτρεπτά και τους ανήκουν».

Ο κίνδυνος έγκειται σήμερα στο ότι λίγοι απελπισμένοι και αδίστακτοι αναρχικοί έδειξαν, ότι μπορούν να χτυπήσουν ατιμώρητα ένα απροστάτευτο και διαλυμένο δημοκρατικό κράτος Δικαίου. Στο αναρχικό σύνθημα «ούτε δικτατορία ούτε δημοκρατία, αλλά αναρχία», που οδηγεί στη βία και στον εμφύλιο πόλεμο, το δημοκρατικό κράτος, τα δημοκρατικά κόμματα και η κοινωνία πολιτών, πρέπει να αντιταχθούν με κάθε τρόπο. Πρέπει ν’ αντιτάξουν το σύνθημα «ούτε δικτατορία ούτε αναρχία – Δημοκρατία» και να δείξουν στην πράξη ότι ο θυμός δεν οδηγεί νομοτελειακά στην καταστροφή αλλά μπορεί να κινητοποιήσει δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη πολιτικών θεσμών που τους σέβονται οι πολίτες, προϋποθέτει ότι οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις μπορούν με το κύρος τους να στηρίξουν τον σεβασμό και την τήρηση των νόμων. Η αποτελεσματική πάταξη της διαφθοράς και η τιμωρία των ενόχων, από όπου και αν προέρχονται, πρέπει να ξεκινήσει μέσα στους κόλπους του ίδιου του κράτους.

Οι υπογράφοντες πανεπιστημιακοί καθηγητές απευθυνόμαστε σε όλους τους σκεπτόμενους δημοκρατικούς πολίτες, προ πάντων όμως στους συναδέλφους μας, αναγνωρίζοντας πως στη συγκυρία αυτή μας αναλογεί αυξημένο ποσοστό ευθύνης, και τους καλούμε να βρεθούν στην πρωτοπορία της προσπάθειας για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς.


apo to DECONTROL.INFO elava hdh mia prwth orgismenh apanthsh gia thn epistolh:

5 σχόλια:

  1. Λυπάμαι για λογαρασμό τους αλλά και για τα τον χρόνο που σπατάλησα ως ακροατήριό τους στο αμφιθέατρο.......

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. «H άρχουσα τάξη δεν πρόκειται να παραιτηθεί από μόνη της από τα προνόμιά της. Όταν απειληθεί η εξουσία της, δεν υπάρχει αμφιβολία, θα καταφύγει στην πιο ανελέητη τρομοκρατία για να υπερασπιστεί τη θέση της. H επανάσταση είναι, στην πραγματικότητα, η δική μας απάντηση απέναντι σ' αυτή τη βαρβαρότητα. Δεν είναι βία: είναι το αντίδοτο της βίας». Ο Κ. Μαρξ για τη βία ως μαμή της ιστορίας

    Η κυβέρνηση των διανοούμενων δε θα 'ταν λιγότερο καταπιεστική απ’ την κυβέρνηση των βασιλιάδων ή των παπάδων ή των ιδιοκτητών. Η διακυβέρνηση μιας μορφωμένης ελίτ, σαν τους χειρότερους θρησκευτικούς και πολιτικούς δεσποτισμούς του παρελθόντος, δεν μπορεί παρά να είναι αδύναμη, γελοία, απάνθρωπη, σκληρή, καταπιεστική, εκμεταλλευτική, ολέθρια. Ο Μ. Μπακούνιν για τους διανοούμενους

    Δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα, που αυτές οι "διανοητικές αυθεντίες", αυτοί οι πανούργοι υπερασπιστές κάθε λογής εξουσίας, διδάσκουν στις αίθουσες διδασκαλίας. Φυσικά, όταν απομακρύνονται από αυτές, γίνονται απολογητές του κράτους και του κεφαλαίου, τρέμοντας στην ιδέα και μόνο της απώλεσης των προνομίων τους.

    Αιδώς "κύριοι"… αλλά μη νομίζετε, κατανοούμε πλήρως την αγωνία σας, γιατί είναι ακριβώς αυτές οι μέρες, που το νεανικό χαμόγελο και η σφιγμένη πέτρα στην υψωμένη γροθιά, αντικαθιστά τη μιζέρια της γεροντικής σας βολής. Αυτή σας η βολή σας κάνει να γρυλίζετε υποτακτικά…

    Ή μήπως οι επιτιθέμενοι στα αστυνομικά τμήματα μαθητές, είναι διαποτισμένοι με την αναρχική πολιτική θεωρία και πράξη; Όχι, απλά, επιτηδευμένα τους αγνοείτε στην "ανάλυσή" σας. Αγνοείτε την αυθόρμητη χρήση βίας εκ μέρους τους...χαλάει βλέπετε την ιδεολογική σας σούπα και τον λίβελό σας ενάντια στην εξεγερμένη νεολαία.

    Ή μήπως, ακόμα, δε λησμονείτε σκόπιμα τη χρήση βίας και την απαλλοτρίωση -εκ μέρους του πιο βάρβαρα καταπιεσμένου κομματιού του προλεταριάτου, τους μετανάστες- των προϊόντων εκείνων που οι ίδιοι παρήγαγαν και κάποιοι άλλοι πλούτισαν, ανάμεσά τους και εσείς, υφαρπάζοντας την υπεραξία της παραγωγικής τους δύναμης; Αναρχικοί θα είναι και αυτοί...

    Συμπυκνώνετε στη σπίλωσή του υποκειμένου "αναρχικοί", όλους εκείνους τους φόβους σας, όλα τα συμπλέγματα αδυναμίας και όλη εκείνη την ορμή που κατά βάθος ζηλεύετε, αλλά είστε τόσο δειλοί για να ενστερνιστείτε.

    Απαντώντας λοιπόν, στην ιδεολογική σας ταύτιση με την αστική "δημοκρατία" -λησμονώντας, διόλου αθώα, δίπλα στη λέξη δημοκρατία τη λέξη καπιταλισμό- θα σας πούμε ότι πριν 10 μέρες ήσασταν επικίνδυνοι, τώρα απλώς φαντάζετε ξεμπροστιασμένοι και ανάξιοι…ανάξιοι ακόμα και για το σύστημα που τόσο λυσσαλέα υπερασπίζεστε. Περαστικά σας…

    Οδοφράγματα απένταντι στους "πνευματικούς" ταγούς της εξουσίας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Έχουμε άραγε κατανοήσει το Συμβάν;

    Οι επτά καθηγητές που υπογράφουν την ανοιχτή επιστολή φαίνεται να μην έχουν την παραμικρή αμφιβολία επ’ αυτού. Το Συμβάν της πρόσφατης εξέγερσης είναι ευανάγνωστο και συμπυκνώνεται σε ένα αναπόδραστο δίλημμα, ευθύς εξαρχής: αναρχία ή δημοκρατία – με το φόβητρο της δικτατορίας να επικρέμεται πάνω από τα κεφάλια όλων όσοι θα ήθελαν να στοχαστούν με διαφορετικούς όρους.
    Όχι. Το Συμβάν – σε αντίθεση με τον φόνο του νεαρού που χαρακτηρίζεται απλώς «θλιβερός» – είναι «τερατώδες», απειλητικό, εμπνέει τον φόβο, οφείλει να γίνεται αντιληπτό υπό τη μορφή του κινδύνου, μας λένε οι καθηγητές: «Ο κίνδυνος έγκειται σήμερα στο ότι λίγοι απελπισμένοι και αδίστακτοι αναρχικοί έδειξαν ότι μπορούν να χτυπήσουν ατιμώρητα ένα απροστάτευτο και διαλυμένο δημοκρατικό κράτος Δικαίου». Εύγε, θα έλεγε κανείς σε αυτούς τους λιγοστούς «αναρχικούς» που χάρη στη δυναμικότητά τους κατορθώνουν «χρόνια τώρα» (!) να «καταλαμβάνουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, [να] λεηλατούν μαγαζιά και τράπεζες και [να] καταστρέφουν την ιδιοκτησία των πολιτών» ατιμωρητί. Θα πρέπει να είναι πολυμήχανοι. Εύγε, που κατάφεραν να «τρομάξουν» (και πάλι ο φόβος) ολόκληρες κυβερνήσεις, και να «ξελογιάσουν» πολιτικά κόμματα, διανοούμενους, ακόμα και αυτά τούτα τα – αδέκαστα κατά τα άλλα – μέσα μαζικής ενημέρωσης (αναρωτιέται κανείς σε ποια αναφέρονται). Θαρρείς ότι πρόκειται για δεξιοτέχνες της πολιτικής, αναγεννησιακής κοπής, χαμένους απόγονους ίσως της οικογένειας Βοργία. Εύγε, τέλος, που μια δράκα ανθρώπων πέτυχε το ακατόρθωτο – για τις κυβερνήσεις, τους καθηγητές, τα ΜΜΕ και τους γονείς – να μεταδώσει έναν Λόγο, έστω και «μηδενιστικό», όχι μόνο στη νεολαία, αλλά και σε ένα «απελπισμένο ακαδημαϊκό προλεταριάτο»: ως γνωστόν, ένα προλεταριάτο είναι εξ ορισμού ετερόφωτο, και θα όφειλε, για το καλό της «δημοκρατίας», να λάβει τα φώτα της ακαδημαϊκής μπουρζουαζίας.
    Όντως, θα μπορούσε κανείς να συγχαρεί τους «αναρχικούς» για όλ’ αυτά τα επιτεύγματα, αν ήταν σε θέση να καταλάβει σε ποιους ακριβώς αναφέρονται οι καθηγητές μας. Όχι πως λείπει η σαφήνεια: «Οι κάθε είδους αναρχικοί είναι οι απόστολοι του μηδενισμού, του φθόνου και της μνησικακίας και καταστρέφουν τις αξίες του πολιτισμού». Μέγα κατόρθωμα! Κάτι ανάλογο έλεγε και ο Νίτσε για τη φιγούρα του ιερέα-ποιμένα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
    Φαίνεται ότι από το μυαλό των καθηγητών μας δεν περνά η σκέψη ότι τα γεγονότα των τελευταίων ημερών αποτέλεσαν ένα Συμβάν πραγματικό, αλλά όχι τερατώδες. Ότι δεν ήσαν απότοκο της δράσης κάποιων ολιγάριθμων γκρουπούσκουλων, αλλά είχαν μία μαζικότητα και μία μεταδοσιμότητα άνευ προηγουμένου. Ότι αυτή η μαζικότητα και η μεταδοσιμότητα δεν ήσαν απόρροιες ή εκφράσεις ενός μηδενιστικού Λόγου, αλλά η πρώτη αυθόρμητη και συνάμα συλλογική απόπειρα, εδώ και δεκαετίες, να αρθρωθεί ένας λόγος ενάντια στη μηδενιστική Πρακτική που δεσπόζει ολοένα πιο απροκάλυπτα γύρω μας. Αποσιωπάται δε (από άγνοια;) το γεγονός ότι οι βίαιες στιγμές της εξέγερσης πλαισιώθηκαν από μη βίαιες κινητοποιήσεις, σε πείσμα της πληροφόρησης που διακινήθηκε από την πλειονότητα της εγχώριας ειδησεογραφίας. Αντ’ αυτών, επιστρατεύεται το εκφοβιστικό σημαίνον «αναρχία» για να περιγράψει συλλήβδην και ισοπεδωτικά την κατάσταση (διερωτάται κανείς αν οι καθηγητές, πολιτικής επιστήμης και πολιτικής θεωρίας οι περισσότεροι, συνδέουν την αναρχία με τον αναρχισμό, και πού ακριβώς τοποθετούν τους αποκαλούμενους «αναρχικούς»), ως εάν κάθε εξέγερση να οδηγούσε στη «βία» και στον «εμφύλιο πόλεμο» (η ρητορική του φόβου, εκ νέου), και κάθε συγκρουσιακή δράση να ήταν a priori εξοβελιστέα, προνόμιο κάποιων επιμέρους ομάδων, και ουδέποτε μία ουσιωδώς ηθική στάση, η οποία ενδέχεται να αφορά την κοινωνία εν γένει.
    Η σκοπιά από την οποία παρατηρούν οι καθηγητές μας το κοινωνικό συγκροτείται σταδιακά – παρόλο που δεν λείπουν ούτε τα λογικά άλματα ούτε οι τρέχοντες κοινοί τόποι, οι γενικεύσεις, οι παλινδρομήσεις: από αφυπνισμένη συνείδηση της («υπνώττουσας») κοινωνίας πολιτών γίνονται αγανακτισμένοι (αλλά πάντα «δημοκρατικοί») πολίτες, για να καταλάβουν εν τέλει την αμφίσημη θέση της αγανακτισμένης κοινωνίας πολιτών που επικαλείται τη Δημοκρατία όπως η εκκλησιαστική ηγεσία (γνωστός θεματοφύλακας των αξιών κάθε νεωτερικού «κράτους δικαίου»…) αναμένει τη Δευτέρα Παρουσία.
    Εύλογα, μια ανάλυση που επιμένει να κινείται στο επίπεδο της φοβικής ρητορείας, καταλήγει σε ευχολόγιο. «Η Δημοκρατία, για να επιβιώσει, πρέπει να βρει εκ νέου τον εαυτό της», επισημαίνουν οι καθηγητές. (Άραγε μια δημοκρατία που έχει χάσει τον εαυτό της, εξακολουθεί να είναι δημοκρατία;) Και πώς θα το πετύχει αυτό; «Δείχνοντας μηδενική ανοχή σε κάθε τρομοκρατία, σε κάθε πράξη ακραίας αναρχικής ή αστυνομικής βίας». Το πρόβλημα της δημοκρατίας στην Ελλάδα, μετατρέπεται, τόσο απλά, σε πρόβλημα ενός κράτους υπέρ το δέον ανεκτικού (σε τι; σε ποιους; ακολουθεί κατάλογος μεμονωμένως φονευθέντων εκ των αρμοδίων αρχών). Μόνο που, καθώς επιμένουν να εκλαμβάνουν το σύμπτωμα ως αιτία, η ανάλυσή τους παραμένει αυστηρά στη σφαίρα του δέοντος: πρέπει να αλλάξουν οι πολιτικοί, πρέπει να αλλάξουν οι θεσμοί, πρέπει…
    Ασφαλώς το ευχολόγιο, το οποίο καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του κειμένου τους, έχει τους λόγους του. Δεν είναι άσχετο με τη φοβική αντίδραση των καθηγητών απέναντι στα γεγονότα. Ίσως να ένιωσαν κι εκείνοι, τις μέρες που μας πέρασαν, το σκίρτημα του Τρόμου που συνοδεύει κάθε Συμβάν. Όχι επειδή είναι «τερατώδες», αλλά επειδή περιέχει μιαν «απροσδιόριστη δύναμη κλονισμού». «Δεν πρέπει να σπεύδουμε να καλύπτουμε τα συμβάντα, αν θέλουμε να διδαχθούμε από αυτά», γράφει κάπου ο Ρικέρ. Μας φαίνεται ότι οι καθηγητές μας, με την ανοιχτή επιστολή τους, έσπευσαν έντρομοι να καλύψουν τα συμβάντα, και ως εκ τούτου αρνούνται να διδαχθούν από αυτά. Πλην θα περίμενε κανείς – και δεν μπορεί παρά να εξακολουθεί να περιμένει – από πανεπιστημιακούς δασκάλους, να αρθούν στο ύψος των πραγμάτων που διακυβεύονται, στο ύψος της αλήθειας του Συμβάντος. Γιατί το Συμβάν της εξέγερσης δεν ξεχνιέται πλέον.

    Κώστας Γαλανόπουλος, ΠΜΣ Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία, Πάντειο Πανεπιστήμιο
    Γιώργος Καράμπελας, διδάκτορας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
    Γιάννης Μανιάτης, ΠΜΣ Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία, Πάντειο Πανεπιστήμιο
    Νίκος Πατέλης, υποψήφιος διδάκτορας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
    Πέτρος – Ιωσήφ Στανγκανέλλης, υποψήφιος διδάκτορας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
    Ελένη Τάκου, ΠΜΣ Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία, Πάντειο Πανεπιστήμιο
    Κώστας Τσάμπουρας, ΠΜΣ Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία, Πάντειο Πανεπιστήμιο

    dhmosiefthke sthn Augh.
    Bravo sta paidia gia th stash tous kai thn ypodeigmatikh grafh tous. Alla kai s oloklhrh thn panepisthmiakh koinothta tou panteiou gi' auto to spanio akadimaiko fainomeno: energoi mathhtes na apantoun anoixta kai dhmosia kai na vazoun tous daskalous tous sth thesh tous.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. η Φωνή και η Βια
    Την ανοικτή επιστολή των πανεπιστημιακών, με τίτλο «Ούτε δικτατορία ούτε αναρχία – Δημοκρατία» που φιλοξένησε η «Καθημερινή» της Κυριακής 14 Δεκεμβρίου (εκ των δραστών της οποίας υπήρξε και ο γράφων) ετίμησαν με την οξύτατη διαφωνία τους επτά νέοι επιστήμονες και μεταπτυχιακοί φοιτητές – το κείμενό τους δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» της περασμένης Κυριακής.
    Η θέση τους είναι πως επιμένουμε να εκλαμβάνουμε τα συμπτώματα ως αίτια, και πως για τούτο αναζητούμε τη βελτίωση της πολιτικής και των θεσμών, ενώ θα έπρεπε – τι άραγε; Αυτό το μαθαίνουμε στην ακροτελεύτια φράση του κειμένου, όπου μας ζητείται να αρθούμε «στο ύψος της αλήθειας του Συμβάντος. Γιατί το Συμβάν της εξέγερσης δεν ξεχνιέται πλέον».
    Η παραίνεση αφήνει αμήχανο τον αναγνώστη, αντί να τον βοηθήσει. Συμβάντα με «Σ» κεφαλαίο, που η αλήθεια τους διαθέτει ύψος, είναι τα ιδρυτικά συμβάντα των θρησκειών – την αλήθεια των οποίων καλούνται να ομολογήσουν όλοι, γιατί οι θρησκείες είναι επεκτατικές από τη φύση τους και δυσανεκτικές στη διαφορά. Ομολογία πίστεως μας ζητούν οι καλοί συνάδελφοι;
    Οι συνομιλητές μας υποστηρίζουν, επικαλούμενοι την αυθεντία του Πολ Ρικέρ, πως «δεν πρέπει να σπεύδουμε να καλύπτουμε τα συμβάντα, αν θέλουμε να διδαχθούμε από αυτά». Πολύ σωστά, αρκεί να θυμόμαστε πως ένας τρόπος να καλύπτεις τα συμβάντα είναι και το να τους στερείς την ιδιαιτερότητά τους, το να αναιρείς την πληθυντικότητά τους με την αναγωγή σ’ ένα μοναδικό εξιδανικευμένο (υψηλό) Συμβάν, κάτι σαν τοτέμ στο κέντρο της πλατείας.
    Ας επιμείνουμε λοιπόν όχι στο Συμβάν, αλλά στα συμβάντα, και δη σ’ εκείνα που οι συνομιλητές μας, στην προσπάθειά τους να ανασκευάσουν αυτό που εκλαμβάνουν ως πληροφόρηση «που διακινείται από την εγχώρια (sic) ειδησεογραφία», τα αποσιωπούν – και είναι τα σημαντικότερα: λ.χ. το ότι, στη συγκυρία ετούτη, η βία δεν ανεβαίνει μόνο στην παραδοσιακή της σκηνή, τα Εξάρχεια και τους πέριξ χώρους, αλλά, συνήθως με πιο ήπιες μορφές, διαχέεται σε όλη τη χώρα, και με δράστες νέους 15 και 16 ετών. Πώς μπορούμε να διδαχθούμε από τα γεγονότα αυτά;
    Ασκεί κανείς βία όταν δεν μπορεί να μιλήσει. Η βίαιη πράξη παίρνει τη θέση μιας φωνής που αδυνατεί να ακουστεί – και όταν μια φωνή ξέρει πως δεν μπορεί να ακουστεί, καταλήγει να ακυρώνεται προτού ακόμη αρθρωθεί. Δεν είναι μόνο σε συνθήκες αυταρχισμού και λογοκρισίας που ακυρώνεται ο λόγος. Με ακόμα πιο αποτελεσματικό τρόπο γίνεται η ακύρωση όταν, σε συνθήκες πλήρους ελευθερίας του λόγου, κάποιος έχει προλάβει να εγκατασταθεί στη θέση από την οποία μπορείς να ακουστείς, και από εκεί έχει αρχίσει να λέει, δυνατά και εξ ονόματός σου, πράγματα διαφορετικά από αυτά που θα ήθελες να πεις, άλλα από αυτά που σε απασχολούν. Οπως θα δούμε, τέτοια είναι η ακύρωση που παράγει τη μαθητική βία.
    Αν, προς στιγμήν, έλθουμε στη θέση ενός μαθητή Λυκείου, και προσπαθήσουμε να δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά του, θα αντικρίσουμε εικόνα καταθλιπτική, στην οποία δεσπόζουν οι εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο: αυτές καθορίζουν την πραγματικότητά του, από την τρέχουσα καθημερινότητα έως και τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές του, το «τι θα κάνει στη ζωή του». Γι’ αυτές τις αμφίβολες προοπτικές θα πρέπει να πληρώσει, πέρα από χρήματα –είναι πανάκριβη η δωρεάν παιδεία του φροντιστηρίου– και με τον καταναγκασμό στην αποστήθιση, με την ισοπέδωση της προσωπικότητας και της δημιουργικότητάς του – μια επίπονη και εκπαιδευτικά α-νόητη θητεία τον περιμένει. Η επιβράβευσή του, στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι το να τον «ρίξει» το σύστημα σ’ ένα τμήμα που τον ενδιαφέρει από λίγο έως καθόλου, που και αυτό έχει μάθει να λειτουργεί με αδιάφορους φοιτητές, επομένως γραφειοκρατικά και αδιάφορα: «να πάρεις ένα πτυχίο».
    Για ετούτη την προοπτική ο μαθητής του λυκείου δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί: η θέση από την οποία θα μπορούσε να ειπωθεί λόγος αμφισβήτησης έχει καταληφθεί από το «μεγαλειώδες εκπαιδευτικό κίνημα», το οποίο του λέει πως αυτό που τον περιμένει είναι καλό, είναι δωρεάν παιδεία, του λέει πως δεν ήρθε ακόμα (γιατί άραγε;) ο καιρός να κάνει το κίνημα μέτωπο τις εισαγωγικές – του λέει πως, όσον αφορά τα δικά του νιάτα, αυτός έχασε. Νικήσαμε όμως στο άρθρο 16.
    Αυτό μας διδάσκουν τα συμβάντα. Ο μαθητής μας δεν μπορεί να μιλήσει, γιατί τον έχουν προλάβει άλλοι πάνω στο βήμα, και τον έχουν πουλήσει• για τούτο σηκώνει πέτρα – όταν σηκώνει. Με το να ισχυριζόμαστε πως δεν είναι η πολιτική μας υπεύθυνη γι’ αυτό, αλλά κάτι άλλο πιο βαθύ και πιο μεγάλο, είναι σαν να ομολογούμε πως είναι κάτι που δεν θέλουμε να το αλλάξουμε – αξιοσημείωτος, αλλά όχι πρωτόγνωρος, συμφυρμός μιας ρωμαλέας επαναστατικής ρητορείας με τη συντηρητική σκοπιμότητα.
    Παντελής Μπασάκος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Οι καθηγητές μας που διαμαρτύρονται ότι το άσυλο καταλύεται όταν δεν μπορούν να μεταβούν ελεύθερα στο γραφείο τους νοιώθουν πάλι ότι κάποιοι πνίγουν βίαια τη φωνή τους. Ο λόγος ότι κάποιοι απάντησαν από την αυγή –η καθημερινή αρνήθηκε να δημοσιεύσει απάντηση- στο κείμενο αντίδρασης που οι περισσότεροι ακούσαμε να διαβάζεται από τα τηλεοπτικά κανάλια.
    Το παραπάνω κείμενο είναι υποδειγματικό της σκέψης του αγαπημένου δασκάλου αλλά μήπως θα έπρεπε να στραφεί όχι στις αδυναμίες του κειμένου των φοιτητών του αλλά στο άθλιο αρχικό κείμενο του Λίποβατς που υπέγραψε;
    Σ’ όλους αυτούς τους πανεπιστημιακούς που νιώθουν ότι η φωνή τους πνίγεται βίαια θέλω να θυμίσω ότι υπάρχουν κι άλλες φωνές εκτός απ’ τις δικές τους. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούν να τις ακούσουν, ότι αυτές οι φωνές πνίγονται στη σιωπή και όταν καταφέρουν ν’ ακουστούν σπεύδουν να τις ερμηνεύσουν κατά το δοκούν. Δεν είναι αλήθεια ότι στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο πάνε κάποιοι να κάνουν διάλογο και κάποιοι βίαια πνίγουν τις φωνές τους (Τι φετιχισμός είναι πια αυτός που τους πιάνει με τις φωνές τους;) Αντίθετα, τελευταία μόνο οι φωνές από τον μεσαίωνα καταφέρνουν να φτάσουν στο «δημόσιο διάλογο».

    ΑπάντησηΔιαγραφή