Χρειάστηκε να περιμένει πολλές δεκαετίες το παμπάλαιο σύνθημα για αυτή τη θλιβερή δικαίωση: ο πατέρας του Στρουκτουραλισμού, φιλόσοφος και ανθρωπολόγος Λεβί Στρός πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 100 ετών. Πρόπερσι, στα 98 του, έλεγε σε μια διαυγέστατη συνέντευξη, ότι δε μπορεί να συνεχίσει να αναλύει έναν κόσμο τόσο διαφορετικό από τον κόσμο στον οποίο μεγάλωσε και έζησε. Έτσι, μπορεί να τον είχε εγκαταλείψει ο κόσμος, όχι όμως και το μοναδικό πνεύμα του. Αντιγράφω στη συνέχεια πολύ παλιές μου σημειώσεις για τον τότε γερασμένο φιλόσοφο (συγχωρέστε το παιδικό πάθος του κειμένου για τις δομές)...
Τι είναι ο στρουκτουραλισμός
Είναι αποδεκτή η παρατήρηση ότι ο άνθρωπος παρατηρεί έναν κόσμο που αποτελείται από δομές όταν τον ανασκευάζει μέσα του, κατασκευάζει συστήματα αυτών των δομών. Το παράδοξο που παρατηρούν οι στρουκτουραλιστές είναι ότι οι δομές αν και εμφανίζουν ανεξάντλητη ποικιλία, συγκροτούνται βάση εξαιρετικά περιορισμένου αριθμού κανόνων. Έτσι στοιχηματίζουν ότι η δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου στηρίζεται σε ένα σταθερό, οικουμενικό και ορισμένο αριθμό απλών δομικών λειτουργιών τίς οποίες επεξεργάζεται και διαμορφώνει την πολλαπλότητα της ανθρώπινης σκέψης και πράξης. Η θεωρία αυτής της σχολής, ο στρουκτουραλισμός είναι η εύρεση των κοινών αυτών δομών και των κανόνων συνδυασμού τους. «η προσπάθεια να αναχθούν σε μία μόνο γλώσσα όλες οι πολιτιστικές εκφράσεις» όσο διαφορετικές και αν φαίνονται. Ο Levi-Strauss εξετάζει πρακτικές όπως οι μύθοι, η συγγένεια και η μαγειρική πού είναι φαινομενικά άσχετες, αλλά γι’ αυτόν οι πολιτιστικές εκφράσεις δεν είναι παρά οι διαφορετικές μορφές μιάς κοινής γλώσσας. Η γλώσσα αυτή μπορεί να είναι και η φυσική γλώσσα και αυτό μας στρέφει στη γλωσσολογία. Μεσα σε αυτό το πλήθος δομών αναδεικνύεται λογικά, σαν κυρίαρχη δομή, η δομή της νόησης, αλλιώς του ανθρώπινου εγκέφαλου. Μιας και αυτή είναι η προϋπόθεση γιά την «ύπαρξη» (μέσω της εγελιανής αναγνώρισης) όλων των άλλων δομών. Τα φαινόμενα τα αντιλαμβανόμαστε με χαρακτηριστικά που τους αποδίδουμε λόγω του συγκεκριμένου τρόπου λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, της ιδιαίτερης ταξινόμησης και ερμηνείας των εισερχόμενων ερεθίσματα. Κατανέμουμε, για τον δομισμό τα χωροχρονικά συνεχή που μας περιβάλουν σε τμήματα. Οι δομιστές θεωρούν ότι αντιγράφουν και αποκαλύπτουν την διαδικασία της πρόσληψης στον κόσμο δομών με μία διαδικασία τριών σταδίων. Αρχικά ο εγκέφαλος ερμηνεύει το συνεχές των φαινομένων σαν ασυνεχές (είτε χώρο ειτε χρόνο), και αυτό το κάνει a priori, για να το βρούμε εμεις, βρίσκουμε διαδικά ζεύγη αντιστιξης. Στη συνέχεια ορίζουμε τμήματα στον ενδιάμεσο χώρο, με κριτήριο τη διαφορά. Το κύριο στο δομισμό είναι η διαφορά, και αυτό πρέπει να τονιστεί. Μετά τοποθετούμε ολους τους συνδυασμούς των κατηγοριών που μας ενδιαφέρουν σε πίνακα.
Βάσεις/Καταβολές του στρουκτουραλισμού Το παραπάνω σύστημα εμπνεύστηκε ο Levi-Strauss από τον Saussure και την επανάσταση που αυτός επέφερε στο χώρο της γλωσσολογίας με την έννοια της δομής. Για αυτόν, κάθε σύστημα είναι σύστημα διαφορών που αποκαλούμε δομές. Το σημείο είναι η ελάχιστη μονάδα που έχει σημασία και αποτελείτε από δύο όψεις το σημαίνον (ακουστική εικόνα) και το σημαινόμενο (έννοια). Για ένα σημείο, δεν αρκεί η απομόνωση του και η απόδοση της σημασίας του, πρέπει να διεισδύσουμε στη συμβατική φύση ολόκληρης της δομής που τα διέπει ως σύστημα. Μεθοδολογικά ο Levi-Strauss ξεκινάει από την αρχή «η αληθής πραγματικότητα δεν είναι αναγκαστικά η πιο εμφανής». Η οποία αναδεικνίει τα υπόλοιπα χρέη του δομισμού. Ψυχανάλυση, Μαρξισμός (η επιστήμη δεν βασίζεται σε συμβάντα αλλά σε εννοιακά μοντέλα), και η γεωλογία, όπως μας εξομολογείτε ο ίδιος ο Levi-Strauss. Από την ψυχανάλυση, διδάχτηκε «ότι η πραγματικότητα των λογικών κατηγοριών δεν είναι η μόνη και ότι πέρα και πίσω από αυτήν υπάρχει και μια άλλη πραγματικότητα που ως τότε τη θεωρούσαν α- ή προ- λογική και την αποκαλούσαν σκοτεινό κόσμο των συναισθημάτων και των ορμών. Ο Φρόυντ εξερεύνησε αυτή τη πραγματικότητα –το ασυνείδητο- και έδειξε πώς είναι πολύ πιό σημαντική από την κατανόηση της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς απ’ ότι η πραγματικότητα του συνειδητού». Ο Μαρξισμός του δίδαξε ότι η κοινωνική επιστήμη δεν οικοδομείται στο επίπεδο των γεγονότων, αντικειμενικός σκοπός είναι να χτιστεί ένα μοντέλο και να μελετηθούν οι ιδιότητες του». [ιδέες τις οποίες επεξεργάστηκε αργότερα ο Althusser]. Σ’ αυτή την κατεύθυνση τον επηρέασε και ο σουρεαλισμός, με την ιδιαίτερη εμμονή του να ανακαλύψει «το νόημα πίσω από το ακατανόητο» και να εκφράσει την ουσιαστική ασάφεια των νοημάτων ή των διαφορετικών σημασιακών επιπέδων που υπάρχουν εγγενώς στο εξεταζόμενο υλικό.
Τη γεωλογία την είδε σαν το καλύτερο παράδειγμα μιάς επιστήμης που ανακάλυπτε την τάξη κάτω απο την φαινομενική αταξία της φύσης. Συμπέρανε απ’ αυτές ότι (1) η γνώση είναι η ικανότητα αναγωγής του ενός τύπου σε έναν άλλο και ότι (2) η αληθής πραγματικότητα δεν είναι η πιό εμφανής.
Τέλος, μη αναγνωρισμένη επιροή αποτελεί η κυβερνητική. Πήρε, από αυτή, την φορμαλιστική έννοια της επικοινωνίας και ένα μη-περιεχομενικό πρότυπο ανάλυσης που πρώτος μετέφερε στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Τέλος το στρουκτουραλιστικό μοντέλο μοίαζει με μορφές τέχνης που προηγήθηκαν στην ίδια πόλη, και εκ των υστέρων τις βλέπουμε σαν προάγγελους του. Τέτοιες είναι ο κυβισμός των Πικάσσο και Μπρέκ, και η λογοτεχνία του Μαρσέλ Προύστ.
Ο στρουκτουραλισμός ως φιλοσοφία
Ως επίθετο στη λέξη μέθοδος, ο στρουκτουραλισμός έγινε δεκτός χωρίς αξιώσεις ουσιαστικής θεωρίας, παρά σαν εργαλείο έρευνας. Δηλαδή, ακολουθόντας την ορολογία του Αλτουσέρ, όχι ως γενικότητα 3 αλλά σαν γενικοτητα 2. Έτσι χρησιμοποίησε τη στρουκτουραλιστική μέθοδο σε μελέτες ειδικών θεμάτων, μέχρι το 1962, τότε ανάλαβε το ενδιαφέρον και αμφιλεγόμενο εγχείρημα να γενικεύσει τη θεωρία των δομών και να την εφαρμόσει πέρα πιά απο τον έξω κόσμο και στην ίδια την ανθρώπινη σκέψη που τον αναπαριστά. Εκεί γίνονταί εμφανείς οι θεωρητικές αξιώσεις της θεωρίας, αλλά και οι ιδεολογικές, αφού σκεπτόμενοι Αλτουσσεριανά πρέπει να δεχτούμε ότι κάθε θεωρία προσπαθεί θεσπίζοντας ιδεολογια να καθορίσει την πολιτική πρακτική. Εκεί γεννήθηκε η άγρια σκέψη, που «δεν είναι η σκέψη των αγρίων, ούτε η σκέψη της πρωτόγονης ή αρχαϊκής ανθρωπότητας, αλλά η σκέψη στην άγρια κατάσταση η οποία διακρίνεται από τη σκέψη που καλλιεργήθηκε ή εξημερώθηκε προκειμένου να εξασφαλίσει μεγαλύτερες προσόδους». Ανέλαβε να ψάξει, με από την ανθρωπολογία, «την κοινή ανθρώπινη ουσία» που διατηρείται στην τεράστια ποικιλία των πολιτιστικών μορφών: χιλιάδες κοινωνίες κάθε μιά με το δικό της σύστημα και τα δικά της αναρίθμητα πολιτιστικά δεδομένα, αλλά «μια ουσία που δεν είναι υπερβατική αλλά εντάσσεται στον υλιστικό κόσμο των φυσικοχημικών αντιδράσεων της φύσης». Αυτό μας επιτρέπει να τον θεωρούμε σ’ ένα βαθμό ουσιοκράτη. Ψάχνει, λοιπόν, ένα θεμέλιο στο επίπεδο της εμμένειας. Αυτό κάνει μία επιστήμη. Αντίθετα απορρίπτει ως μη επιστημονικό τον άλλο δρόμο της ανθρωπολογίας, αυτόν της περιγραφής της πολυμορφίας και της κατάρτισης ευρετηρίου της. Ενα πρόβλημα στη σκέψη των πρωτόγονων φωτίζει μια αντίφαση στην σκέψη του Levi-Strauss. Από τη μία μας παρουσιάζει την πολιτισμική ζωή τους σαν απόδειξη των διανοητικών τους ικανοτήτων, απο την άλλη αυτές τις θεωρεί αποκλειστικά σαν αποτέλεσμα της φυσιολογίας του εγκεφάλου. Δέχεταί ότι υπάρχει μια αρχέγονη μυθική μορφή σκέψης που εμφανίζεταί παντου σε νοθευμένες παραλλαγές, δηλαδή, αυτό που κάνει είναι να εμφανίζει τον σκεπτόμενο άνθρωπο ως μια καθολική, φυσική οντότητα και την πρωτόγωνη σκέψη ως καθαρή κατηγορία. Σε όλα αυτά προκύπτει μια αντίφαση και ένας αναγωγισμός, μας επισημαίνει ο Glucksmann. αντίφαση γιατί ενώ απο τη μία πλευρά εξυμνεί την εφευρετικότητα του πρωτόγονου, απο την άλλη θεωρεί την ελευθερία της δημιουργίας ψευδαίσθηση (μόνη δική μας ερμηνεία ο ρομαντισμός και η εξειδανίκευση του πρωτόγονου παρελθόντος και η ανάγκη επιστροφής σε αυτό, που παραπλανά πολλά φιλοσοφικά ρεύματα). Ο αναγωγισμός του είναι ψυχολογικού τύπου και εκδηλώνεται με την αναγωγή των επινοήσεων των ατόμων, ως κοινωνικών μελών, στον εγκέφαλο. Απο την άλλη επιτίθεται στον βιολογικό αναγωγισμό, δηλώνοντας αντινατουραλιστής επειδή υπονοεί οτι η οργάνωση των συλογικοτήτων είναι άμεσο αποτέλεσμα της ανθρωπινης νόησης. «σε τελευταία ανάλυση, η διαφορά ανάμεσα στους δύο νατουραλισμούς είναι αμελιτέα καθώς και οι δύο είναι ντετερμινιστικοί».
Τι γίνεται με το υποκείμενο.
Αν η νεοτερικότητα έχει προσφέρει μια φιλοσοφική κατηγορία, είναι αυτή του καρτεσιανού υποκειμένου, αυτό πού, στον Καρτέσιο, θεμελιώνει εκ της αμφιβολίας του τον κόσμο και στον Έγελο γίνεταί αυτοσυνειδησία εισερχόμενο σε ένα κόσμο αυτοσυνειδησιών και αμοιβαίας αναγνώρισης και φτάνει στόν Sartre ο κόσμος να τίθεταί από και για το υποκείμενο το οποίο παίρνει την ιστορία στα χέρια του. Το υποκείμενο που δεν εντάσσεται στη μακιαβελική fortuna, προσπαθώντας να τη στρέψει προς το μέρος του, αλλά σε μια θέση πέρα από τη συγκυρία, συνώνυμο του θεού. Ξαφνικά εμφανίζεταί κάποιος [ο Levi-Strauss] που αδιαφορεί για το υποκείμενο και γίνεται η αρχή για την επίθεση των δομιστών που θα μιλήσουν για την αποκέντρωσή του, το θάνατο του, τη κενή του θέση ή για προβληματοποίηση του υποκειμένου. Το υποκείμενο στις μελέτες του Levi-Strauss και των άλλων δομιστών βρίσκεταί, όπως θα έλεγε ο Κουν, εκτός πλαισίου ως ασύμμετρη έννοια. Το να μη βλέπουμε το συντακτικό επίπεδο και να ψάχνουμε στο παραδειγματικό «δεν σημαίνει ότι αποκαθίσταται στο βάθρο του ο ανδριάνδρας ενός υποκειμένου ελεύθερου και δημιουργικού πού είχε καθαιρεθεί από τους ιερόσυλους δομιστές: αυτό θα ήταν σαν να έλεγε κανείς ότι ο τρόπος με τον οποίο κάνουν έρωτα οι άνθρωποι είναι δυνατόν να τους απελευθερώσει από την αναγκαιαστική υποταγή τους στον γενετικό κώδικα». Ο στρουκτουραλισμός βάζει τον εαυτό του από την πλευρά μιας εμμενούς ορθολογικότητας που φτάνει στον Alehouse την αυστηρή επιστημονικότητα, άρα εντάσεταί στο ορθολογιστικό πρόγραμμα θεμελιωτισμού του Καρτέσιου. Από την άλλη αρνείται αυτό καθ’ αυτό το κέντρο της καρτεσιανής παράδοσης, το υποκείμενο. Η αντίφασή μπορεί να αρθεί άμα δούμε το ιστορικό πλαίσιο. Ο Levi-Strauss, αντιτίθεταί στο υποκείμενο για το οποίο μιλάει ο Sartre. Αυτό που προέρχεταί από την υπαρξιστική παράδοση και τον σχετικισμό.
Το ασυνείδητο
Το υποκείμενο, που πια δεν κατονομάζεταί αντικαθίσταται από τις έννοιες ασυνείδητο- τυχαιότητα- ιστορία. Ο Levi-Strauss συνήθως εντάσσει στο ασυνείδητο τις άλλες δύο. Το παρομοιάζει με το αντικείμενο της γεωλογίας, που είναι τα ιστορικά και τυχαία διαμορφωμένα στρώματα. «η ασυνείδητη δραστηριότητα του νου συνιστάτε στο να επιβάλει μορφές πάνω στο περιεχόμενο, που είναι ουσιαστικά οι ίδιες για όλους». Αυτό τον αναγώγιμο των πάντων στο ασυνείδητο τον βλέπουμε ξεκάθαρα στην έκφραση του Cressant «όταν λες κοινωνικό εννοείς επικοινωνία, όταν λες επικοινωνία εννοείς συμβολικό σύστημα και όταν λές συμβολικό σύστημα εννοείς ασυνείδητο». Την κυρίαρχη αυτή έννοια την παίρνει απο την ψυχανάλυση αλλά την τροποποιεί για να τη χρησιμοποιήσει ως θεωρητικό εργαλείο. Γι’ αυτόν «το ασυνείδητο είναι ένας όρος με τον οποίο δηλώνουμε μια λειτουργία: τη συμβολική λειτουργία, που είναι χωρίς αμφιβολία, ένα ειδικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, αλλά ασκείται σε όλους τους τους ανθρώπους σύμφωνα με τους ίδιους νόμους. Ανάγεται στην ουσία στο σύνολο των νόμων αυτών.» «το ασυνείδητο είναι πάντοτε κενό ή ακριβέστερα, είναι εξίσου ξένο προς τις εικόνες όσο το στομάχι προς τις τροφές που περνούν απο μέσα του. Όργανο μιας ειδικής λειτουργίας περιορίζεται να επιβάλλει δομικούς κανόνες –στους οποίους εξαντλείται η πραγματικότητα του- σε άναρθρα στοιχεία που προέρχονται από αλλού: ορμές, συναισθήματα, παραστάσεις αναμνήσεις».
Η τυχαιότητα
Μη σχετιζόμενες ιστορικά και γεωγραφικά κοινότητες και πολιτισμοί έχουν δομικές ομοιότητες που οφείλονται σε διαφορετικούς συνδυασμούς στοιχείων που προϋπάρχουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο. «ο άνθρωπος δεν είναι απόλυτα εφευρετικός, μπορεί μόνο να επανανακαλήψει δυνατότητες που ήδη υπάρχουν» (έτσι λύνει με ευκολία τα προβλήματα ταυτόχρονων ανακαλύψεων των ιστορικών). Οι ανθρώπινες κοινωνίες και τα μεμονωμένα ανθρώπινα όντα, ποτέ δεν δημιουργούν με την απόλυτη έννοια: το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να επιλέξουν ορισμένους συνδυασμούς από ένα ρεπερτόριο ιδεών, τις οποίες είναι δυνατόν ν’ ανασυγκροτήσουν. Έτσι προκύπτει η σκληρή θέση ότι «η ελευθερία της δημιουργίας είναι ψευδαίσθηση». Αντίθετα, είτε οι δομικές σχέσεις είναι τυχαίες και κάθε κοινωνία ανακαλύπτει, κατά λιγότερο ή περισσότερο τυχαίο τρόπο, ένα συγκεκριμένο σύνολο δομικών περιορισμών, είτε οι ομοιότητες δεν είναι ούτε ψυχολογικές ούτε τυχαίες, αλλά αποτελούν πραγματικές σχέσεις που βασίζονται σε ιστορικές και δημογραφικές διαδικασίες του μακρινού παρελθόντος των συγκεκριμένων λαών. Η δομή των μύθων και της συγγένειας απορρέουν από την ασυνείδητη δομή του εγκεφάλου, αυτό ριζοσπαστικοποιήτε ακόμα περισσότερο λέγοντας ότι «οι μύθοι αυτοεπινοούνται χωρίς την επίγνωση του ανθρώπου», ή τελείως ακραία «οι μύθοι επινοούν τους ανθρώπους». Ακόμα, υπάρχουν σε αυτή τη θεωρία τα σπέρματα του κοινοτισμού, που αφαιρεί από το άτομα κάθε άλλο προσδιορισμό έκτος από την ιδιότητα του του μέλους της κοινότητας στην οποία δεν μπορεί να αντιτίθεται. Ο άνθρωπος που δεν εντάσσεται σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο, όπως οι ίδιοι οι ανθρωπολόγοι «μένει για πάντα ακρωτηριασμένος». Η πατρίδα αποτελεί για Levi-Strauss τον κομμάτι της υποκειμενικής συγκρότησης, και επιπλέον δεν μπορεί να αλλάξει αφού λέει ότι ο ακρωτηριασμός είναι μόνιμος.
Η ιστορία
Το α-συνείδητο διαφέρει από το υποσυνείδητο που αποτελείτε από τις μνήμες, και εκεί εξορίζει την ιστορία ο δομισμός. Η ιστορία υπάρχει μόνο ως ανάμνηση στην ανθρώπινη μνήμη, δηλαδή έχει θέση μόνο ως μέρος του παρόντος. Ο Levi-Strauss τη θεωρεί ως μια έρευνα συμπληρωματική προς τη δική του: «η μία ανοίγει την βεντάλια των ανθρωπίνων κοινωνιών στο χρόνο και η άλλη στο χώρο». Εδώ πρέπει να θυμίσουμε την ανάλυση του Carl Schmitt στην αρχαιοελληνική σημασία της λέξης νόμος και χωρική διάσταση που εμπεριέχει για να καταλάβουμε γατί τους «νομούς» τους θέτουν οι δομές, όπως μας λέει ο Levi-Strauss, και όχι η ιστορία. Η κυρίαρχη ιδέα της ιστορίας «αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο ενός υπερβατικού ανθρωπισμού. Παρόλα αυτά ο Levi-Strauss ανανεώνει την ιστορική έρευνα με τρεις αρχές: (1) η ιδέα της ιστορικής συνέχειας βρίσκεταί μόνο στη φαντασία μας, (2) το ιστορικό προϊόν είναι προϊόν της αφαιρετικής διεργασίας των ιστορικών και (3) η ιστορική γνώση είναι αταξινόμητη. Εξηγεί την κίνηση της ιστορίας με τη μεταφορά του παιχνιδιού της ρουλέτας. Η πιθανότητα, να γίνει μία ανακάλυψή ή εφεύρεση ενυπάρχει στον ίδιο τον πολιτισμό, αλλά το πώς φτάσαμε στο σήμερα δεν μπορεί να προέλθεί απο τα θετικά αποτελέσματα μίας μόνο ρουλέτας, αλλά πρέπει να μηλάμε για πολλές ρουλέτες των πολιτισμών, όπου επιτυγχάνουν τον επιθυμιτό συνδιασμό αποτελεσμάτων. Ετσι αναδεικνύει την αξία της επικοινωνίας ανάμεσα στους πολιτισμούς, και μόνο έτσι τοποθετεί μια έννοια προοδού, που διαβάζεταί όμως πάντα εκ των υστέρων.
Πίσω στο μαρξισμό
Οι θέσεις του έρχονται πολλές φορές σε αντίθεση με το δηλωμένο –και επιβεβλημένο από την εποχή- μαρξισμό του. Για έναν μαρξιστή, η φιλοσοφία πρέπει να βασίζεται στην αρχή ότι ο άνθρωπος πρέπει να διαμορφώνει την ιστορία και είναι σε θέση ν’ ανακαλύψει τους νόμους της ιστορίας και της κοινωνίας, οπότε μπορεί να τους επηρεάσει με συνειδητή πολιτική δράση. Βέβαια ο δομισμός είχε να αντιμετωπίσει εκείνη την εποχή τον υπαρξισμό, που ήταν απο την άλλη πλευρά ακραίος και διακήρυττε την απόλυτη ατομική ελευθερία. Από τις μαρξικές κριτικές αξίζει πάντως να κρατήσουμε αυτή του Goldmann ότι «επειδή ο Levi-Strauss αναζητά τις γενικές πανανθρώπινες δομές κάτω από τα συγκεκριμένα καθέκαστα, αναγκάζεται να παραμερίσει το εμπειρικό βιωματικό επίπεδο σε όφελος του νοητικού. Παραμερίζοντας όμως το περιεχόμενο παραμερίζει και τα συγκεκριμένα προβλήματα της κοινωνικής πραγματικότητας τα οποία συνεπάγονται αξιολογικές κρίσεις. Αρνούμενος να προχωρήσει σε τέτοιες –παραμένοντας στο φορμαλιστικό επίπεδο- ουσιαστικά αρνείται να στρατευτεί». Ο Μαρξ είχε πει ότι ως τότε οι φιλόσοφοι ερμήνευαν τον κόσμο τώρα οφείλουν να τον αλλάξουν.
Αποτίμηση
Στο έργο του Levi-Strauss βρίσκουν χώρο όλα τα μεγάλα ναρκισσιστικά πλήγματα της ανθρωπότητας – ίσως γι’ αυτό αντιμετώπισε τόσο έντονη πολεμική. Ο άνθρωπος εντάσσεται πάλι ως είδος στη φύση ενώ υπάρχεί και ενός είδους ισότητα των ανθρώπων στο επίπεδο της νόησης. Αλλά δεν είναι μια προσπάθειά υποτίμησης του, αλλά της ανάδειξης της φυσικής του θέσης. Ο Levi-Strauss είναι δογματικός στη βαρύτητα που έχουν οι κώδικές απέναντι στην αυτονομία των υποκειμένων, αλλά είναι λιγότερο δογματικός από τον Αλτουσέρ, τον οποίο επηρέασε. Ο Levi-Strauss δέχεται ότι οι συνταγματικοί κανόνες φωτίζουν το παραδειγματικό, αλλά δεν μπορούμε να το παραγάγουμε απ’ αυτούς, πρέπει να κοιτάξουμε και άλλες επιστήμες. Για τον Althusser το υποκείμενο είναι «αποτέλεσμα παλαιοτέρων από την ύπαρξη του δομών, ιδρυτικών της υπαρξής του. Δηλαδή ως υποκείμενο υποταγμένο ή προσδιορισμένο από τις ιδεολογικές κοινωνικές σχέσεις» έτσι το υποκείμενο δεν χάνεται εδώ όπως στο Levi-Strauss, αλλά αναδεικνύεται ως ο κενός θρόνος. Ο μεταστρουκτουραλισμός, και στον Foucault, δέχεται τον αντιβολινταριστικό χαρακτήρα της πραγματικότητας αλλά θεωρεί αδύνατο να την εγκλωβίσουμε σε κώδικες, γιατί η πραγματικότητα είναι χαώδης ασυνεπής και εύθραυστη.