Τη θλιμμένη διαπίστωση του τέλους του Δεκέμβρη ότι όλα σταμάτησαν επειδή οι εργατικές συλλογικότητες, με κύριο υπεύθυνο το ΚΚΕ, δεν προχώρησαν σε καταλήψεις εργοστασίων, τη διαδέχτηκε η αισιοδοξία απο τις καταλήψεων δημοσίων χώρων το 2009.
Μπορεί να μην κάναμε τις γιορτές εξεγερμένα, σε έναν εργοστασιακό χώρο, αφού το ΚΚΕ ούτε μια φορά δε θυμόμαστε να στήριξε αυτή την αυτονόητη πράξη αντίστασης στο κεφάλαιο, ευτυχώς χιλιάδες νέοι αναρχικοί και θεσμοί αστικοί φρόντισαν για την απελευθέρωση του χώρου: οι δημότες του Ζωγράφου με το info cafe, οι δημοσιογράφοι στο χώρο της ΕΣΗΕΑ, οι καλλιτέχνης στο χώρο της λυρικής σκηνής και άλλες χίλιες καταλήψεις ανθίζουν στη πόλη μας. Το πάθος κοινωνικών ομάδων να εντοπίσουν τους χώρους που θα στεγάσουν τις νέες τους πραγματικότητες, θορύβησε βέβαια την κεντρική εξουσία. Πλέον για να επισκεφτεί κάποιος το υποθηκοφυλάκιο και να ελέγξει το ιδιοκτησιακό καθεστώς ενός χώρου, είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από δικηγόρο, ο υπάλληλος, κατόπιν εντολής, θα τους παρατηρεί από την κορφή ως τα νύχια καχύποπτα και θα ρωτά για τις προθέσεις τους. Ακόμα κι έτσι, οι χώροι βρίσκονται, η νέα ζωή της Αθήνας αποκτά το χώρο για να αναπτυχτεί. Ο έλεγχος τους, ο εκφοβισμός, τα όργανα καταστολής, δε μπορουν να εμποδίσουν αυτές τις την εξέλιξεις. Η επιθυμία είναι έντονη και μαζική για να μπορέσουν να την ελέγξουν. Η Αθήνα έχει γίνει πάλι ένα συμβολικό πεδίο μάχης. Με ασφαλίτικές μεθόδους ίσως βρίσκουν τρόπους να μάθουν που χτυπάμε, ίσως επιστρατεύουν τις δυνάμεις τους για να μας εμποδίσουν, ίσως να τους παραπλανήσουμε, ίσως να τους παραπλανώ μ’ αυτά που λέω, να τους στελνουμε εκεί που εμείς θέλουμε, ίσως πάλι με κάθε ειλικρίνεια να κοινοποιήσουμε την ακριβή μέρα ώρα και λεπτό που θα μπούμε σ’ ένα χώρο, ίσως η επόμενη κατάληψη αναγγελθεί και γίνει την ώρα μιας μαζικής εκδήλωσης ή ίσως με αντιπερισπασμό. Είμαστε τόσοι πολλοί, έχουμε τόσες επιλογές, η πόλη ολόκληρη είναι μαζί μας. Είναι δικιά μας η Αθήνα, και όχι των μίζερων αρχόντων της ή των κουρασμένων πια φρουρών της. Αυτοί έχουν πια χάσει κάθε δύναμη στα μάτια των ανθρώπων. Ο φόβος της ασφάλειας δεν μετριάζει τη δύναμη των φωνών μας για ελευθερία.
Αλλά μια κατάληψη για να έχει νόημα πρέπει να έρχεται σε σύγκρουση με την ίδια την χωροταξία. Να ανατρέπει την οργάνωση και τη λειτουργία του ίδιου του χώρου (και γιατί όχι, και του χρόνου). Δε μπορούν οι ομάδες να επιλέγουν χώρους που δε θα ενοχλούν, που δε θα προκαλούν τις αρχές, ελπίζοντας να περάσουν απαρατήρητες μέχρι να γίνουν ένα αποδεκτό τμήμα της κοσμικής ζωής της πόλης. Δε μπορούν οι καταληψίες να λένε μικροαστικά ότι επιθυμούν χώρους για δρώμενα καθαρούς και όμορφους, προσβάσιμους από τις οικογένειες με τα παιδία τους. Ή καταληψίες θα είμαστε ή μικροαστοί, αποφασίστε.
Όπως ακριβώς με την τέχνη, η κάθε κατάληψη είναι κοινωνική ερχόμενη σε αντίθεση με τη συγκεκριμένη κοινωνία που υπάρχει γύρω της, η αντικοινωνική της στάση είναι καθορισμένη άρνηση της καθορισμένης κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας. Ακριβώς σ’ αυτές τις περιοχές που «δεν ενδείκνυνται» πρέπει να βρήσκονται οι χώροι. Σε περιοχές με μετανάστες και εργάτες, σε περιοχές επικίνδυνες ή εγκαταλελειμμένες που δεν υπάρχει άλλη κοινωνική δράση. Σε μέρη που οι αστοί δε πάνε ή σε μέρη που οι αστοί φιλάνε για τον εαυτό τους. Θα προκαλέσουμε και θα μας προκαλέσουν, και μόνο έτσι θα γίνει η ρήξη. Αν γίνει μια κατάληψη σε μια γωνιά της φωτεινής πλευράς της πόλης, στη βιτρίνα που κρύβει τη γενικευμένη έλλειψη δικαιοσύνης, και αν αυτή την κατάληψη τη χαιρετήσουν οι προοδευτικοί αστοί και φροντίσουν να ενταχθεί σε πλαίσια χρηματοδότησης και φαγοπότια, η επόμενη κοινωνική εξέγερση θα στραφεί λογικά και εναντίον της. Όσοι επιθυμούν να δημιουργήσουν συλλογικότητες στο όνομα του Δεκέμβρη, ας έχουν γνώμονα το γενικευμένο αίσθημα απελπισίας εκείνων των ημερών, και ας φροντίσουν να μην προτείνουν μια ακόμα ηλίθια συλλογικότητα που απλώς θα έχει το πρόθεμα αντί-, αλλά κάτι ριζικά νέο.