9/3/09

Σεβασμός προς το Ληστή

Ισως να υπάρχει και μια ιστορική γραμμή που να συνδέει πράξεις ηρωικές πνευμάτων ελεύθερων, και ίσως ένα κλαδί της να είναι αυτή η κοινή ιστορία της κλεφτουριάς και της ληστείας. Μια σύνδεση βέβαια που δεν έχει να κάνει με τον κατασκευαστή της επίσημης ιστορίας μας, τον Παπαρρηγόπουλο. Έχει όμως παραδόξως να κάνει με τον γιό του, τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο (1843-1873), αναρχικό, ποιητή και αυτόχειρα:
*το κείμενο έχει τίτλο σκέψεις ενός ληστού (1861), και τα αποσπασμάτα που επέλεξα δεν καλύπτουν το σύνολο των απόψεων του συγραφέα*

...Τι είναι κοινωνία; σωρός κακοηθείας και ραδιουργείας , άθροισμα φθόνου και μίσους εκμαγείον δαιμόνων. Εάν Δε τις εξετάση καλώς και απαθές βλέμμα την κοινωνίαν και τα άτομα αυτή, θέλει ιδεί ότι εις μεν την κοινωνίαν σύμπασαν δεν υπάρχει αρετή... Αλλ’ εγώ είμαι ληστής λέγουσιν οι έννομοι, είμαι κακούργος. Πόσοι εντός της κοινωνίας βασανίζουσι τους ανθρώπους, εκδύωσιν αυτούς, υποσκελίζουσι τους αγαθούς, κακοί αυτοί, και στερούσι πολλών οικογενειών τον άρτον! Και εν τούτοις ζώσιν εντός της κοινωνίας κολακευόμενοι, τιμώνενοι, θαυμαζόμενοι... Ληστής κακούργος! Οι πλούσιοι τους τρέμουσιν οι πτωχοι τους τιμώσι τις του καταφρονέι; ο νόμος; όχι διότι δεν τους ετιμώρει.Καθήκον μέγα επεβλήθη εφ’ ημάς να τιμωρώμεν τους πλουσίους τους διαφεύγοντας το βλέμμα του νόμου να χύνωμεν το αίμα αυτών ομείως, διότι το ερρόφησαν απ΄άλλων. Διατί προσπαθούσι να μας εξολοθρεύωσιν; Άρχοντες των ορέων επιβάλομεν φόρον εις τους διερχομένους εκείθε, καθώς και σες οι εν τη κοινωνία επιβάλλετε χίλιους φόρους διατί μας υβρίζετε; Ο νόμος δεν έπρεπε να προσπαθή να κατατετρέχη ημάς πριν φέρει τα βλέμματα αυτού τόσον μακράν έπρεπε πρώτον να παρατηρήση τους πέριξ αυτού αληθώς κακούργους. Πλην διατί δεν το κάμνει; διότι ημείς φονεύομεν αναφανδόν, εκείνοι δε λάθρα, διότι εμείς εις μίαν στιγμήν απαλλάττομεν τον άνθρωπον του βαρέως της ζωής φορτίου εκείνοι βραδέως και απαθώς ροφώσιν το αίμα των θυμάτων των, διότι ημείς καλλούμεθα λησταί, εκείνη ευγένει, πεπολιτισμένοι, αγαθοί , και ενάρετοι ανθρώποι.Η Δε κοινωνία πριν καταρασθή ημάς, έπρεπε πρώτον φέρουσα τα βλέμματά της ει τους κόπους αυτής να ίδη τα’ αποτελέσματα π’ αυτή παρήγαγε και παράγει... Οι νόμοι εσχηματίσθησαν δια να καταπιέζωσι τους πτώχους, τους άνευ προστάτων, τους αδύνάτους. Σπανίως ο νόμος προστατεύει τον ασθενή, αλλοι εντός της κοινωνίας τοιούτοι είναι πολλοί κι ισχυροί εκτός αυτής και κατοπατούσι των τους ηδίκασε... Δεν είμεθα ήμεις τιμιώτεροι υμών αφού διατηρούμεν τους νόμους ούς έχομεν; δεν είμεθα μυριάκις γενναιότεροι, μυριάκις ανώτεροι υμών αφού δεν έχομεν ανάγκην προστατών; Δεν είμεθα ημείς άνθρωποι τω όντι αφ’ ου δεν είμεθα ουδενός δούλοι!Ερπετά! Τολμάτε ν’ αποσκορακίζητε ημάς τους αετούς... Δεν είμεθα ημείς σκληροί, ως μας νομιζέτε, είς την φωνήν του δυστυχούς δακρύομεν, εις την φωνήν του πένητος ελεούμεν και βοηθούμεν τον αδύνατον. Ανοικτίρμονες είσθε σεις και κακούργοι.Το έλεος και η συμπάθεια δεν καταβιβάζουσι την ανδρειάν του ανθρώπου, κ ως φρονούσι τινες, αλλ’ η έλλιψις αυτών είναι ένδειξις ψυχής διεφθαρμένης και χαμερπούς.Είς την κοινωνίαν υπάρχουσι λησταί νόμιμοι λισταί- τοκογλύφοι, λησταί- εμπόροι, λισταί- χρυσοχόοι, λησταί- ενάρτοι, λησταί – ευσεβείς και πλήθος άλλων... Αλλ’ όλοι αι ληστείαι εκείνου του είδους καθιερώθησαν υφ’ όλων των εθνών και ουδείς τολμά να εκφέρη κατ’ αυτών γνώμην διότι εκλαμβάνεται εχθρός της κοινωνίας... Αποκαλείτε ημάς κακούργους, αλλά τι είναι εκείνοι, οίτινες τα ιερώτερα του ανθρώπου αισθήματα εμπαίζουσι και εμπορεύονται; εκείνοι οίτινες υποκρινόμενοι τους ευσεβείς και θρήσκους ληστεύουσι τους ανθρώπους; είναι τέρατα της φύσεως, είναι αληθινοί κακούργοι, είναι εκτρώματα της εκτρωματικής κοινωνίας.Πλην τα σκέψεις ταύτας δεν τα κάμνουσιν οι εντός της κοινωνίας, ευ ζην μόνον ποθούσι και αδιαφορούσι δια τα μέσα της αποκτήσεως... Δι΄ημάς όμως είναι αδιάφορον, ας μας κατατρέχωσι, το μόνον Δε παράπονον είναι το εξής. Έπρεπεν η κοινωνία ήτις θεωρεί ημάς γαγραίνας αυτής, αντί ν’ αποκόψη αυτάς αφού σχηματισθώσι να προσπαθήση μάλλον να εμποδίση την γένεσίν των, εάν είμεθα γαγγραιναι της κοινωνίας δεν πταίομεν ημείς, πταίει αυτή ήτις εμποδίζει τους κακούς οίτινες μας σχημαατίζουσι... Διατρέχομεν τον δέκατον έννατον αιώνα, ον άπαντες φρονούσι πεπολιτισμένον φέροντες ως απόδειξιν την πρόοδον των επιστημών και την περιστολήν των κακουργημάτων, ο άνθρωπος την σήμερον, λέγουσι, και ηθικώς ανεπτύχθη και υλικώς εκέρδισεν, η βάρβαρος εποχή παρήλθε καθ’ ην οι άνθρωποι εκυλίοντο είς τον βόρβορον της αμαθείας και της κακοηθείας... σήμερον είναι σοφοί, χρηστοί και ενάρετοι!Ημείς, οι λησταί, μη παραδεχόμενοι την κοινήν απάτην θα καταδείξωμεν την πλάνην των φρονούντων ταύτα, ουχί επιθυμούντες να κοινοτομήσωμεν, αλλά χαριζόμενοι εις την αλήθειαν. Εάν ο πολιτισμός συνίσταται εις την εξωτερικήν επίδιξιν ευγενών τρόπων, εις την επίπλαστον γλυκύτητα του χαρακτήρος, εις την μαλθακήν των ανθρώπων ζωήν, εις το άσεμνον του βίου και το γελοίον της ενδυμασίας, τότε παρά πάντα άλλον ο αιών ούτος είναι πεπολιτισμένος. Αλλ’ εάν η εξευγένισις της ψυχής, η αγαθότης των φρονημάτων, η χρηστότης ηθών και εν γένει η αρετή συνίστησιν αυτόν, τότε ευρισκόμεθα πολύ μακράν του πολιτισμού. Όθεν, επειδή υπάρχει ψευδής τις έννοια αυτού, νομίζουσι ότι ο νυν αιών είναι από κεφαλής μέχρι ποδών πεπολιτισμένος ενώ πραγματικώς ο αιών ούτος είναι χείρων του πρώτου μετά τον Αδάμ αιώνος... Πεπολιτισμένος αιών καλείται εκείνος, καθ’όν οι δέκα δεν τρέφονται εκ των αγώνων χίλιων καθ’ ον η ικανότης απολύτως εκτιμάται, καθ’ ον οι άνθρωποι πάντες από περάτων μέχρι περάτων της γης γενήσονται μία ποίμνη, και εις ποιμήν ο Θεός και τα άτομα. Και τοιούτος μεν ο πεπολιτισμένος αιών... μισούμεν και αποστρεφόμεθα την κοινωνίαν δίοτι αυτή είναι δίγμα την σμικρότητος του ανθρώπου, διότι εξαφανίζει την ατομικότητά του, το εγώ, διότι ο άνθρωπος δεν ζη ειμή δι’ αυτήν, μη έχων ούτε θέλησιν ούτε ελευθερίαν.Όστις αποτελεί μέρος μιας κοινωνίας, ενός κράτους, είναι δούλος- διότι δεν ανήκει εις αυτόν, ανήκει εις το έθνος... Τα ζώα δεν περιορίζονται υπό των νόμων ουδέ υπάρχει εις αυτά δια πάσαν πράξιν ην εκλαμβάνει κακήν, και εν τούτοις τις πράττει περισσότερα εγκλήματα ο άνθρωπος ή τα ζώα; είδετε λύκον να φονεύση λύκον τοσούτον συχνά ως άνθρωπος άνθρωπον;... διατί μας πέμετε εις την λαιμητόμον; τις σας έδωκε το δικαίωμα τούτο; ο νόμος; αλλ’ αν ο νόμος δίδει το δικαίωμα του παρανομείν όστις τον παραβαίνει καλείται ενάρετος. Ημάς τιμωρείτε ως φονεύοντας φονεύοντες ημάς- και δεν είναι απίθανον αύριον να παρουσιασθή έτερος νόμος λέγων, ο μεν φονεύς τιμωρείται φονευόμενος , ο Δε κλέπτης κλεπτόμενος. Ιδού νόμοι!Ο ληστής είναι εχθρός της κοινωνίας- μη καταδεχθείς να υποδουλώση την ατομικότητά του, και υποκύψη υπό την κοινωνίαν, ήρε την κεφαλήν του υπέρ τον βόρβορον και, ως υψιπετής αετός φέρει τα βήματά του εκεί όπου δεν μολύνεται η γη υπό της κοινωνίας. Είναι δακεκηρυγμένω πολέμω φόνοι εισί νόμιμοι, επομένως ουδέν πράττει ο ληστής υπερασπιζόμενος την ατομικότητά του. Είναι λοιπόν άξιος τιμωρίας;Ο νόμος συλλαμβάνων αυτόν δεν τον τιμωρεί διότι έπταισε αλλά διότι εκηρύχθη εχθρός της ώστε ουχί χάριν του δικαίου, αλλ’ εκδικήσεως μάλλον χάριν τον πέμπει εις τας αιωνίους μονάς. Μη καυχάσθε λοιπόν δια τους νόμους υμών διότι οικτροί τη αληθεία.Σεις υπερασπιζόμενοι την νομιζομένην ελευθερίαν υμών χύνετε τοσούτον αίμα και ημείς οίτινες είμεθα όντως ελεύθεροι πρέπει να γινώμεθα δούλοι προς χάριν σας; πρέπει να σταυρώσωμεν τας χείρας ημών ίνα γίνωμεν έρμαια της θελησεώς σας; Δεν πρέπει να πολεμήσωμεν, ν’ αντικρούσουμεν, και να φονεύσωμεν ή να φονευθώμεν; Μη τον ληστήν απατάσθε.Ότι πράττει ο ληστής το πράττει εξ ανάγκης και τοσούτω μάλλον πρέπει να θαυμάζηται η γενναιοφροσύνη του, όσον περισσότερους έχει εχθρούς. Έχει Δε την κοινωνίαν πάσαν, τον κόσμον πάντα. Επί των αποτόμων όμως ορέων εις α κατοικεί συνήθως, καθίσταται ισχυρός, και αντί να σμικρύνηται, ως νομίζετε σεις, απομακρυνόμενος της κοινώνιας, μεγαλύνεται και κραταιούται- έχει σύμμαχον τον κεραυνόν , την βροντήν, τας βροχάς και τους βράχους, έχει σύμμαχον τον φόβον, την πλεονεξίαν και τους τοιούτους θεούς οίτινες εισδύοντες εις τας ψυχάς των κατατρεχόντων αυτούς τας εξασθενεί. Της κοινωνίας το βαρύν ζυγόν γνωρίσαντες και την αθλιότητα του κοινωνικού βίου φρονούντες, εφέραμεν τα βήματα ημών προς τα μέρη ένθα δεν απαντάται συχνά άνθρωπος. Έχει μόχθους η ζωή ημών και κινδύνους και θλίψεις αλλ’ έχει και τέρψεις και ηδονάς αγνάς και καθαράς, φέρει τον νου προς το τέλειον και ύψιστον ον, και διδάσκουσα την σμικρότητα του ανθρώπου, δικνύει συγχρόνως, ότιν ούτος έχη αξίαν τινά την έχει διότι εγένετο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του θεού. Το απέραντον βιβλίον της φύσεως το περιέχον τοσαύτα και τηλικαύτα βασίλεια, είναι το αληθές βιβλίον, είναι η αληθής και μεγάλη επιστήμη διηνεκώς προσφερόμενη προς ημάς, η επιστήμη αυτή είναι υψηλή και τερπνή συνάμα, διδάσκει μεν αφ’ενός ενσπείρει δεν αφ’ ετέρου γενναία και υψηλά φρονήματα. Η επιστήμη αύτη δεν φθείρει την υγέιαν ουδέ τον νουν’ αλλ’ ενδυναμώνει αυτόν το βιβλίον τούτο εν και αμετάβλητον, άναρχον και ατελέυτητον- δεν μεταβάλεται αναλόγων των ιδιοτροπιών εκάστου επιστήμονος... Η ποίησις η υψηλή αύτη επιστήμη η συγγεννωμένη και μη αποκτωμένη είναι έμφυτος εις ημάς, διότι ζώμεν ήδη μεταξύ της ποιήσεως... Μυστήριον είναι ο Θεός, μυστήριον είναι η πλάσις του κόσμου, η πλάσις του ανθρώπου, μυστήριον είναι ο άνθρωπος αυτός, εάν κατανοήσωμεν πάσας αυτού τας ιδιότητας, καταργούμεν μίαν των θεμελιωδών αυτού ιδιοτήτων, το άναρχον, το ατελεύτητον, διότι ταύτα δεν κατανοούνται ενόσω η ψυχή εν τω σώματι υπάρχει- εάν δ’ επίσης ο μυστηριώδης πέπλος της κτίσεως του κόσμου αποσύρθη, ο άνθρωπος θέλει παύσει ων άνθρωπος, ως γνωρίζων πράγματα υπεράνθρωπα. Ο άνθρωπος Δε αυτός εν τη γη διατελών είναι μυστήριον μέγα και ακατανόητον. Πως δια της κοινωνίας προσπαθήτε να καταστρέψητε το μυστηριώδες τούτο; πως δια της φιλοσοφίας και της ιατρικής εξηγείται, επινοούντες πράγματα τα οποία ούτε σεις οι ίδιοι εννοείτε... Ο κύριος ημών επί του σταυρού ευρισκόμενος συγχωρεί τον ληστήν γνωρίζων ότι οι τελώναι και φαρισαίοι είναι χειρότεροι αυτού, ο Δε άνθρωπος τον αθώον φονεύει... Που ζήτε σεις; μεταξύ των έργων των χειρών σας, μεταξύ των οίκων, των λεωφόρων, των πλατειών και των κτιρίων- που ζώμεν ημείς; μεταξύ των έργων του Θεού. των βράχων, των κοιλάδων, των φαράγγων, των δασών. Τις έχει καλλητέρους συντρόφους, ο έχων τα έργα των ανθρώπων ή τα έργα του Θεού; κρίνατε.Τι είσθε σεις; άνθρωποι πεπολιτσιμένοι, δηλαδή άνθρωποι αποβαλόντες την φυσικήν υμών κατάστασιν, διαστρέψαντες την φύσιν ημών, καταπνίξαντες τα γενναία αισθήματα, πεικαλυφθέντες ψευδείς τρόπους, διαπλασθέντες ουχί ως εξήλθετε εκ των χειρών του Θεού, αλλ’ όπως σας εσύμφερε. Τι είμεθα ημείς; άνθρωποι ζώντες εν τω μέσω της φύσεως, δατηρούντες την παλαίγονον κατάστασιν ημών, μη αναπλάσαντες εαυτούς, αλλ’ εμμείναντες εις την φύσιν... Τι σεις; άνρθωποι του δέκατου εννάτου μ. χ αιώνος, τι δ’ ημείς; της πρώτης μετά την γένεσιν εκατοναετήριδος.
http://www.poiein.gr/archives/217/index.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου